δακτυλότριπτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δακτυλότριπτος''': -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.
|lstext='''δακτυλότριπτος''': -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />usé par les doigts.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]], [[τρίβω]].
}}
}}