3,260,329
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδράω''': μέλλ. -άσω [ᾱ], συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τοῖς δρῶσι καὶ ξυνδρῶσι Σοφ. Ἠλ. 498, πρβλ. 1025, Θουκ. 6. 64˙ σ. τινί τι Εὐρ. Ἀνδρ. 40˙ ξ. [[αἷμα]] καὶ φόνον, βοηθεῖ εἰς χύσιν αἵματος καὶ εἰς φόνον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 406˙ τὸ συνδρῶν γὰρ σ’ ἀναγκάσει [[χρέος]], ἡ κοινή, ἡνωμένη [[ἀνάγκη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 337. | |lstext='''συνδράω''': μέλλ. -άσω [ᾱ], συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τοῖς δρῶσι καὶ ξυνδρῶσι Σοφ. Ἠλ. 498, πρβλ. 1025, Θουκ. 6. 64˙ σ. τινί τι Εὐρ. Ἀνδρ. 40˙ ξ. [[αἷμα]] καὶ φόνον, βοηθεῖ εἰς χύσιν αἵματος καὶ εἰς φόνον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 406˙ τὸ συνδρῶν γὰρ σ’ ἀναγκάσει [[χρέος]], ἡ κοινή, ἡνωμένη [[ἀνάγκη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 337. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />faire avec, aider à faire.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δράω]]. | |||
}} | }} |