θεράπευμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεράπευμα''': τό, [[ὑπηρεσία]] γινομένη εἰς ἕτερον, Ι. θ. θεοῦ, [[θεία]] [[λατρεία]], Πλάτ. Ὅροι 415A. 2) [[περιποίησις]], [[ὑπηρεσία]] [[πρός]] τινα, ξενικὰ θ. Πλάτ. Νόμ. 718D, πρβλ. Πλούτ. 2. 1117C. ΙΙ. [[μέριμνα]], [[φροντίς]], [[περιποίησις]] τοῦ σώματος, Πλάτ. Γοργ. 524B. 2) ἰατρικὴ [[θεραπεία]], Ἱππ. Μοχλ. 866, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κτλ.
|lstext='''θεράπευμα''': τό, [[ὑπηρεσία]] γινομένη εἰς ἕτερον, Ι. θ. θεοῦ, [[θεία]] [[λατρεία]], Πλάτ. Ὅροι 415A. 2) [[περιποίησις]], [[ὑπηρεσία]] [[πρός]] τινα, ξενικὰ θ. Πλάτ. Νόμ. 718D, πρβλ. Πλούτ. 2. 1117C. ΙΙ. [[μέριμνα]], [[φροντίς]], [[περιποίησις]] τοῦ σώματος, Πλάτ. Γοργ. 524B. 2) ἰατρικὴ [[θεραπεία]], Ἱππ. Μοχλ. 866, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> soin, remède;<br /><b>2</b> marque d’égards.<br />'''Étymologie:''' [[θεραπεύω]].
}}
}}