κατοκωχή: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοκωχή''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ [[κατοχή]], τὸ κατέχειν, [[κατάσχεσις]], [[κτῆσις]], τῆς χώρας Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τῶν εἰρημένων Ζήνων παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 297. II. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματος, [[ἔμπνευσις]], [[ἐνθουσιασμός]], θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Πλάτ. Ἴων 556C· [[κατοκωχή]] ἀπὸ Μουσῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245A· πρβλ. [[κατέχω]] II. 10.- Οἱ ἐφθαρμένοι τύποι [[κατακωχή]], κατακώχιμος διορθωτέοι [[πανταχοῦ]] πλὴν [[ἴσως]] παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις· πρβλ. ἀνοκωχή, [[συνοκωχή]].
|lstext='''κατοκωχή''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ [[κατοχή]], τὸ κατέχειν, [[κατάσχεσις]], [[κτῆσις]], τῆς χώρας Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τῶν εἰρημένων Ζήνων παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 297. II. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματος, [[ἔμπνευσις]], [[ἐνθουσιασμός]], θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Πλάτ. Ἴων 556C· [[κατοκωχή]] ἀπὸ Μουσῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245A· πρβλ. [[κατέχω]] II. 10.- Οἱ ἐφθαρμένοι τύποι [[κατακωχή]], κατακώχιμος διορθωτέοι [[πανταχοῦ]] πλὴν [[ἴσως]] παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις· πρβλ. ἀνοκωχή, [[συνοκωχή]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />possession divine.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]].
}}
}}