ἀνεχέγγυος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεχέγγυος''': -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, [[ἐπειδὴ]] δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55.
|lstext='''ἀνεχέγγυος''': -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, [[ἐπειδὴ]] δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne sait où se fier, irrésolu.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐχέγγυος]].
}}
}}