παναγής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνᾰγής''': ές. [[ὅλως]] ἡγιασμένος, ἱερώτατος, [[πάναγνος]], Λατ. sacosanctus, [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. [[ἱερεύς]], [[ἱέρεια]] Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, [[Πολυδ]]. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ [[ἄγος]], παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.
|lstext='''πᾰνᾰγής''': ές. [[ὅλως]] ἡγιασμένος, ἱερώτατος, [[πάναγνος]], Λατ. sacosanctus, [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. [[ἱερεύς]], [[ἱέρεια]] Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, [[Πολυδ]]. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ [[ἄγος]], παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait saint, sacré.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἄγος]].
}}
}}