3,276,318
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐστόμᾰχος''': -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, [[ὑγιεινός]], Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε [[εὐκάρδιος]]: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, [[μετὰ]] καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3. | |lstext='''εὐστόμᾰχος''': -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, [[ὑγιεινός]], Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε [[εὐκάρδιος]]: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, [[μετὰ]] καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />bon pour l’estomac, fortifiant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στόμαχος]]. | |||
}} | }} |