εὐστόμαχος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐστόμᾰχος''': -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, [[ὑγιεινός]], Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε [[εὐκάρδιος]]: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, [[μετὰ]] καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.
|lstext='''εὐστόμᾰχος''': -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, [[ὑγιεινός]], Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε [[εὐκάρδιος]]: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, [[μετὰ]] καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bon pour l’estomac, fortifiant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στόμαχος]].
}}
}}