λαμπαδηφόρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπᾰδηφόρος''': ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 312, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 4555.
|lstext='''λαμπᾰδηφόρος''': ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 312, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 4555.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte un flambeau dans les sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπάς]], [[φέρω]].
}}
}}