3,241,406
edits
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκαίνω''': Παθ. πρκμ. λελεύκασμαι Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 54Β· ([[λευκός]]). Κάμνω τι [[λευκόν]], λεύκαινον [[ὕδωρ]] ξεστῇς ἐλάτῃσι, «κατὰ συνεκδοχὴν ἀντὶ τοῦ, συντόνως ἤρεσσον, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος· λευκαίνεται γὰρ ὑπὸ τῶν κωπῶν τὸ [[ὕδωρ]] ἀπὸ τοῦ σφοδρῶς κωπηλατεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 172· γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες Εὐρ. Κύκλ. 17· λάβεσθε κώπης, ῥόθιά τ’ (ἐκ) λευκαίνετε Ι. Τ. 1387· ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ [[χρόνος]] Θεόκρ. 14. 70· ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[λευκός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 545, Δίφιλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 21, 9, κ. ἀλλ. 2) [[κάμνω]] τι λευκὸν ἢ λαμπρόν, [[λαμπρύνω]], ἠὼς λευκαίνει φῶς, ἡ αὐγὴ λαμπρύνει τὸ φῶς αὑτῆς, Εὐρ. Ι. Α. 156. ΙΙ. ἀμεταβ., [[γίνομαι]] [[λευκός]], Ἀριστ. Προβλ. 9. 4, 3, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 19)· ἀφροῖο, μὲ ἀφρόν, Νικ. Ἀλ. 170. | |lstext='''λευκαίνω''': Παθ. πρκμ. λελεύκασμαι Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 54Β· ([[λευκός]]). Κάμνω τι [[λευκόν]], λεύκαινον [[ὕδωρ]] ξεστῇς ἐλάτῃσι, «κατὰ συνεκδοχὴν ἀντὶ τοῦ, συντόνως ἤρεσσον, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος· λευκαίνεται γὰρ ὑπὸ τῶν κωπῶν τὸ [[ὕδωρ]] ἀπὸ τοῦ σφοδρῶς κωπηλατεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 172· γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες Εὐρ. Κύκλ. 17· λάβεσθε κώπης, ῥόθιά τ’ (ἐκ) λευκαίνετε Ι. Τ. 1387· ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ [[χρόνος]] Θεόκρ. 14. 70· ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[λευκός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 545, Δίφιλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 21, 9, κ. ἀλλ. 2) [[κάμνω]] τι λευκὸν ἢ λαμπρόν, [[λαμπρύνω]], ἠὼς λευκαίνει φῶς, ἡ αὐγὴ λαμπρύνει τὸ φῶς αὑτῆς, Εὐρ. Ι. Α. 156. ΙΙ. ἀμεταβ., [[γίνομαι]] [[λευκός]], Ἀριστ. Προβλ. 9. 4, 3, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 19)· ἀφροῖο, μὲ ἀφρόν, Νικ. Ἀλ. 170. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> λευκανῶ, <i>ao.</i> ἐλεύκανα ; <i>pf. Pass.</i> λελεύκασμαι;<br /><i>tr.</i><br /><b>1</b> rendre blanc, faire blanchir, acc.;<br /><b>2</b> rendre clair, faire briller : ἠὼς λευκαίνει [[φῶς]] EUR l’aurore fait briller sa blanche lumière.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]]. | |||
}} | }} |