3,274,216
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπεριπατέω''': περιπατῶ, [[περιέρχομαι]] μέ..., ὠνούμενος [[χρυσοῦς]] ἐμβάτας, οἷς [[μόλις]] ἄν τις καὶ [[ἀρτίπους]] ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους [[μόλις]] θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. [[περιέρχομαι]] περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., [[χλευάζω]], [[ὑβρίζω]], Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας [[αὐτοῦ]] τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. | |lstext='''ἐμπεριπατέω''': περιπατῶ, [[περιέρχομαι]] μέ..., ὠνούμενος [[χρυσοῦς]] ἐμβάτας, οἷς [[μόλις]] ἄν τις καὶ [[ἀρτίπους]] ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους [[μόλις]] θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. [[περιέρχομαι]] περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., [[χλευάζω]], [[ὑβρίζω]], Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας [[αὐτοῦ]] τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se promener dans, τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> insulter, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[περιπατέω]]. | |||
}} | }} |