κινάβρα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῐνάβρα''': ἡ, «ἡ ἐν τοῖς τράγοις [[δυσωδία]], [[ὥσπερ]] καὶ ἡ ἐν ταῖς μασχάλαις» [[Πολυδ]]. Β΄, 77 (κοινῶς κεναύρα)· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς πυκνῆς καὶ [[μεγάλης]] γενειάδος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· κατὰ τὸ Λεξικὸν Φωτ.: «[[κινάβρα]]· [[μικρολογία]]· οἱ δὲ τὰ ἀποκαθάρματα· οἱ δὲ τὴν τῆς ἀλώπεκος σόβην»· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει κιναβρεύματα, τά, «κιναβρεύματα· ἀποκαθάρματα ὄζοντα».
|lstext='''κῐνάβρα''': ἡ, «ἡ ἐν τοῖς τράγοις [[δυσωδία]], [[ὥσπερ]] καὶ ἡ ἐν ταῖς μασχάλαις» [[Πολυδ]]. Β΄, 77 (κοινῶς κεναύρα)· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς πυκνῆς καὶ [[μεγάλης]] γενειάδος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· κατὰ τὸ Λεξικὸν Φωτ.: «[[κινάβρα]]· [[μικρολογία]]· οἱ δὲ τὰ ἀποκαθάρματα· οἱ δὲ τὴν τῆς ἀλώπεκος σόβην»· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει κιναβρεύματα, τά, «κιναβρεύματα· ἀποκαθάρματα ὄζοντα».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />odeur de bouc ; odeur infecte (des aisselles).<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
}}