καταρρήγνυμι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρρήγνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ρήξω ·- σχίζων [[καταρρίπτω]], τὴν γέφυραν Ἡρόδ. 4. 201· μέλαθρα Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 864. 2) [[θραύω]] εἰς τεμάχια, [[συντρίβω]], ξεσχίζω, κατερρήγνυε… τὰ ἱμάτια Δημ. 535. 2· τὸ [[διάδημα]] Διόδ. 19. 34· τὴν ἐσθῆτα Λουκ. Ἁλ. 36 ·- Μέσ. κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας, ἔσχισαν τὰ ἱμάτιά των, Ἡρόδ. 8, 99· τοὺς πέπλους κατερρήξαντο Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13, 3.8, 67, κτλ. 3) ἐν Σοφ, Ἀντ. 675, τροπὰς καταρρήγνυσι ἡ [[ἀναρχία]], ῥήγματα ἐν τῇ φάλαγγι ἢ ἐν τῇ παρατάξει ἐπιφέρει, τρέπει εἰς φυγήν· κατέρρηξεν εἰς χάρακα τοὺς πολεμίους, συνήλασε καὶ στενοχωρήσας ἔκαμε νὰ πέσωσι μὲ ὁρμὴν εἰς…, ἢ νὰ κρημνησθῶσι, Πλούτ. Φάβ. 8. 4) κ. τινός γέλωτα, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐκραγῇ εἰς γέλωτα, Ἀθήν. 130C, 11. 2) ΙΙ. Παθ. ἰδίως ἐν τῷ ἀορ. κατερράγην (ᾰ), καὶ τῷ πρκμ. κατέρρωγα·- σχιζόμενος καταρρίπτομαι, κρημνοὶ καταρρηγνύμενοι Ἡρόδ. 7. 23· καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν, ῥίπτομαι [[κάτω]] καὶ θραύομαι, ὁ αὐτ. 3. 111· τοῦ ῥεύματος καταρρηγνυμένου τῶν ὀρῶν Φιλόστρ. 265· ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν, ἀποκρήμνως ἢ ἀποτόμως προβεβλημένας, Στράβ. 223. 2). [[πίπτω]] ἢ ὁρμῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ τρικυμιῶν, καταρρακτῶν, κτλ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· καὶ [[οὕτως]], ἐκρήγνυμαι, [[αἴφνης]] ἐμφανίζομαι, χειμὼν κατερράγη Ἡρόδ. 1. 87· ὄμβροι καταρραγέντες Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32· ἐπὶ δακρύων, ἐξ ὀμμάτων κατερρώγασι πηγαὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1068· «κατερράγη μου [[δάκρυον]]» καὶ «ἀρραγὲς [[ὄμμα]], τὸ οὐ δακρῦον» Ἡσύχ., πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1252· ἐπὶ ποταμοῦ, εἰς κρημνόν, καθ’ ὃν καταρρήγνυται τὸ [[ὕδωρ]] Στράβ.· «καταρραγεὶς ποταμὸς πολλὰ κτήματα διέφθειρε», δηλ. αἰφνιδίως πλημμυρήσας, Ἡσύχ.· ἐπὶ ἀνέμου, Πλουτ. Φάβ. 16·- ἀκολούθως, μεταφ., ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη Ἀριστοφ. Ἱππ. 644, πρβλ. Ἀχ. 528· [[γέλως]] Φίλων 2. 598· [[κρότος]] Πολύβ. 18. 29, 9· ([[ἀλλά]], κατερρήγνυτο πᾶς ὁ [[τόπος]] ὑπὸ τοῦ κρότου ὁ αὐτ. 15. 32, 9)· βροντὴ Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 35· [[νεφέλη]] Φιλόστρ. 678. 3) κατασυντρίβομαι, εἰς τεμάχια, [[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ κατερρηγμένη, ἔχουσα [[ἔδαφος]] [[μέλαν]] καὶ εὐκόλως διαρρηγνυόμενον, ἔχον χαράδρας καὶ ῥήγματα, Ἡρόδ. 2. 12. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, ἔχω βιαίας κενώσεις, [[ὑποφέρω]] ἐκ διαρροίας, καταρρήγνυται ἡ [[κοιλία]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ἡ γαστὴρ κατερράγη Αἰλ. π. Ζ. 3. 18· ([[ὡσαύτως]], [[καταρρήγνυμι]] τὴν γαστέρα Ἀππ. Ἱσπ. 54)· τὰ καταρρηγνύμενα, τὰ ἀφθόνως ἐκκρινόμενα, τοῖς θήλεσιν… τὰ γυνακεῖα ἢ τὰ καταμήνια καταρρήγνυται, κατερράγη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6. 5) ἐπὶ οἰδημάτων, διαρρήγνυμαι καὶ [[τρέχω]], ανοίγω, «σπάνω», Ἱππ. 220Β, 1200G, κτλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν μαστῶν, [[ὅταν]] πληρωθέντες γάλακτος χύνωνται, οἵ τε μαζοὶ καὶ τὰ ἄλλα μέλεα ὁκόσα ὑγρότερα καταρρήγνυται τῶν γυναικῶν ὁ αὐτ. 248. 8, πρβλ. 588. 11.
|lstext='''καταρρήγνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ρήξω ·- σχίζων [[καταρρίπτω]], τὴν γέφυραν Ἡρόδ. 4. 201· μέλαθρα Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 864. 2) [[θραύω]] εἰς τεμάχια, [[συντρίβω]], ξεσχίζω, κατερρήγνυε… τὰ ἱμάτια Δημ. 535. 2· τὸ [[διάδημα]] Διόδ. 19. 34· τὴν ἐσθῆτα Λουκ. Ἁλ. 36 ·- Μέσ. κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας, ἔσχισαν τὰ ἱμάτιά των, Ἡρόδ. 8, 99· τοὺς πέπλους κατερρήξαντο Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13, 3.8, 67, κτλ. 3) ἐν Σοφ, Ἀντ. 675, τροπὰς καταρρήγνυσι ἡ [[ἀναρχία]], ῥήγματα ἐν τῇ φάλαγγι ἢ ἐν τῇ παρατάξει ἐπιφέρει, τρέπει εἰς φυγήν· κατέρρηξεν εἰς χάρακα τοὺς πολεμίους, συνήλασε καὶ στενοχωρήσας ἔκαμε νὰ πέσωσι μὲ ὁρμὴν εἰς…, ἢ νὰ κρημνησθῶσι, Πλούτ. Φάβ. 8. 4) κ. τινός γέλωτα, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐκραγῇ εἰς γέλωτα, Ἀθήν. 130C, 11. 2) ΙΙ. Παθ. ἰδίως ἐν τῷ ἀορ. κατερράγην (ᾰ), καὶ τῷ πρκμ. κατέρρωγα·- σχιζόμενος καταρρίπτομαι, κρημνοὶ καταρρηγνύμενοι Ἡρόδ. 7. 23· καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν, ῥίπτομαι [[κάτω]] καὶ θραύομαι, ὁ αὐτ. 3. 111· τοῦ ῥεύματος καταρρηγνυμένου τῶν ὀρῶν Φιλόστρ. 265· ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν, ἀποκρήμνως ἢ ἀποτόμως προβεβλημένας, Στράβ. 223. 2). [[πίπτω]] ἢ ὁρμῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ τρικυμιῶν, καταρρακτῶν, κτλ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· καὶ [[οὕτως]], ἐκρήγνυμαι, [[αἴφνης]] ἐμφανίζομαι, χειμὼν κατερράγη Ἡρόδ. 1. 87· ὄμβροι καταρραγέντες Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32· ἐπὶ δακρύων, ἐξ ὀμμάτων κατερρώγασι πηγαὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1068· «κατερράγη μου [[δάκρυον]]» καὶ «ἀρραγὲς [[ὄμμα]], τὸ οὐ δακρῦον» Ἡσύχ., πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1252· ἐπὶ ποταμοῦ, εἰς κρημνόν, καθ’ ὃν καταρρήγνυται τὸ [[ὕδωρ]] Στράβ.· «καταρραγεὶς ποταμὸς πολλὰ κτήματα διέφθειρε», δηλ. αἰφνιδίως πλημμυρήσας, Ἡσύχ.· ἐπὶ ἀνέμου, Πλουτ. Φάβ. 16·- ἀκολούθως, μεταφ., ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη Ἀριστοφ. Ἱππ. 644, πρβλ. Ἀχ. 528· [[γέλως]] Φίλων 2. 598· [[κρότος]] Πολύβ. 18. 29, 9· ([[ἀλλά]], κατερρήγνυτο πᾶς ὁ [[τόπος]] ὑπὸ τοῦ κρότου ὁ αὐτ. 15. 32, 9)· βροντὴ Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 35· [[νεφέλη]] Φιλόστρ. 678. 3) κατασυντρίβομαι, εἰς τεμάχια, [[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ κατερρηγμένη, ἔχουσα [[ἔδαφος]] [[μέλαν]] καὶ εὐκόλως διαρρηγνυόμενον, ἔχον χαράδρας καὶ ῥήγματα, Ἡρόδ. 2. 12. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, ἔχω βιαίας κενώσεις, [[ὑποφέρω]] ἐκ διαρροίας, καταρρήγνυται ἡ [[κοιλία]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ἡ γαστὴρ κατερράγη Αἰλ. π. Ζ. 3. 18· ([[ὡσαύτως]], [[καταρρήγνυμι]] τὴν γαστέρα Ἀππ. Ἱσπ. 54)· τὰ καταρρηγνύμενα, τὰ ἀφθόνως ἐκκρινόμενα, τοῖς θήλεσιν… τὰ γυνακεῖα ἢ τὰ καταμήνια καταρρήγνυται, κατερράγη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6. 5) ἐπὶ οἰδημάτων, διαρρήγνυμαι καὶ [[τρέχω]], ανοίγω, «σπάνω», Ἱππ. 220Β, 1200G, κτλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν μαστῶν, [[ὅταν]] πληρωθέντες γάλακτος χύνωνται, οἵ τε μαζοὶ καὶ τὰ ἄλλα μέλεα ὁκόσα ὑγρότερα καταρρήγνυται τῶν γυναικῶν ὁ αὐτ. 248. 8, πρβλ. 588. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταρρήξω;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> rompre <i>ou</i> déchirer de haut en bas : καταρρηγνύμενοι κρημνοί HDT terres éboulées dans un fossé;<br /><b>2</b> briser et renverser, faire s’effondrer;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au pf.</i> κατέρρωγα <i>et Pass.)</i> tomber avec force, s’abattre avec violence, faire explosion ; <i>particul.</i> être pris d’un flux de ventre violent, d’une dysenterie, de diarrhée;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταρρήγνυμαι (<i>ao.</i> κατερρηξάμην) déchirer sur soi (des vêtements).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}