εὐσταλής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσταλής''': -ές, ([[στέλλω]]) [[καλῶς]] παρεσκευασμένος, [[στόλος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 795∙ ἐπὶ στρατοῦ, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Λατιν. expeditus, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22∙ ἱππεὺς εὐσταλέστατος Ξεν. Ἱππ. 7. 8, κτλ.∙ ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος Διον. Ἁλ. 7. 59∙ τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον = [[εὐστάλεια]], Ἡρῳδιαν. 3. 8. 2) [[ἁπλοῦς]], [[εὔκολος]], Ἱππ. Μοχλ. 841∙ [[πλοῦς]] οὔριός τε κεὐσταλής, καλὸν καὶ εὔκολον [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 780. 3) [[συμπαγής]], [[ὑστέρα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 14∙ εὐσταλὴς τὸν ὄγκον, τῷ σώματι Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. 4) καλὸς τὸ [[ἦθος]] καὶ τοὺς τρόπους, [[εὐπρεπής]], [[χαρίεις]], [[κόσμιος]] καὶ εὐστ. ἀνὴρ Πλουτ. Μένων 90Α, πρβλ. Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 17, Πλουτ. Σόλων 12: - κατὰ τὴν στολὴν ἢ ἐνδυμασίαν, [[εὐπρεπής]], τὸ [[σχῆμα]] εὐσταλὴς Λουκ. Τίμ. 54. ΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Ἰων. -[[λέως]], ἐπὶ στολῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 97, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740∙ ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατευμάτων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) κομψῶς, κοσμίως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743.
|lstext='''εὐσταλής''': -ές, ([[στέλλω]]) [[καλῶς]] παρεσκευασμένος, [[στόλος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 795∙ ἐπὶ στρατοῦ, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Λατιν. expeditus, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22∙ ἱππεὺς εὐσταλέστατος Ξεν. Ἱππ. 7. 8, κτλ.∙ ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος Διον. Ἁλ. 7. 59∙ τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον = [[εὐστάλεια]], Ἡρῳδιαν. 3. 8. 2) [[ἁπλοῦς]], [[εὔκολος]], Ἱππ. Μοχλ. 841∙ [[πλοῦς]] οὔριός τε κεὐσταλής, καλὸν καὶ εὔκολον [[ταξείδιον]], Σοφ. Φιλ. 780. 3) [[συμπαγής]], [[ὑστέρα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 14∙ εὐσταλὴς τὸν ὄγκον, τῷ σώματι Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. 4) καλὸς τὸ [[ἦθος]] καὶ τοὺς τρόπους, [[εὐπρεπής]], [[χαρίεις]], [[κόσμιος]] καὶ εὐστ. ἀνὴρ Πλουτ. Μένων 90Α, πρβλ. Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 17, Πλουτ. Σόλων 12: - κατὰ τὴν στολὴν ἢ ἐνδυμασίαν, [[εὐπρεπής]], τὸ [[σχῆμα]] εὐσταλὴς Λουκ. Τίμ. 54. ΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Ἰων. -[[λέως]], ἐπὶ στολῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 97, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740∙ ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατευμάτων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) κομψῶς, κοσμίως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> bien équipé;<br /><b>2</b> dont l’équipement est bien proportionné <i>ou</i> ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> de tenue correcte;<br /><b>4</b> aisé, facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]].
}}
}}