προσβιβάζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσβῐβάζω''': μέλλ. Ἀττ. -βιβῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 425, Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε. Μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ [[προσβαίνω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλησιάσῃ, [[φέρω]] πλησιέστερον, τινὰ Πλάτ. Μένων 74Β, Πλουτ. Πομπ. 46· πρ. ἑαυτὸν κινδύνοις, ἐκθέτω εἰς..., Λογγῖν. 15. ― Παθ., προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Λουκ. Φιλοψ. 33. 2) μεταφορ., [[πείθω]], [[καταπείθω]], εὖ προσβιβάζεις με Ἀριστοφ. Ἱππ. 35· τὸ [[τῇδε]] καὶ τὸ [[κεῖσε]] καὶ τὸ [[δεῦρο]] προσβιβᾷ λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 425· οὕτω, τῷ λόγῳ προσβιβάζειν τινὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, πρβλ. 1. 5, 1, Αἰσχίν. 67. 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προσθέτω, ἐπὶ τούτοις τὸν κολοφῶνα Πλάτ. Θεαίτ. 153C. 2) πρ. τι κατὰ τὸ [[εἰκός]], καθιστῶ τι σύμφωνον πρὸς τὸ πιθανόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 229Ε· [[τἆλλα]] πρ. κατὰ συλλαβάς, [[ἀναλύω]] εἰς συλλαβάς, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 427C.
|lstext='''προσβῐβάζω''': μέλλ. Ἀττ. -βιβῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 425, Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε. Μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ [[προσβαίνω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλησιάσῃ, [[φέρω]] πλησιέστερον, τινὰ Πλάτ. Μένων 74Β, Πλουτ. Πομπ. 46· πρ. ἑαυτὸν κινδύνοις, ἐκθέτω εἰς..., Λογγῖν. 15. ― Παθ., προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Λουκ. Φιλοψ. 33. 2) μεταφορ., [[πείθω]], [[καταπείθω]], εὖ προσβιβάζεις με Ἀριστοφ. Ἱππ. 35· τὸ [[τῇδε]] καὶ τὸ [[κεῖσε]] καὶ τὸ [[δεῦρο]] προσβιβᾷ λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 425· οὕτω, τῷ λόγῳ προσβιβάζειν τινὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, πρβλ. 1. 5, 1, Αἰσχίν. 67. 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προσθέτω, ἐπὶ τούτοις τὸν κολοφῶνα Πλάτ. Θεαίτ. 153C. 2) πρ. τι κατὰ τὸ [[εἰκός]], καθιστῶ τι σύμφωνον πρὸς τὸ πιθανόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 229Ε· [[τἆλλα]] πρ. κατὰ συλλαβάς, [[ἀναλύω]] εἰς συλλαβάς, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 427C.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσβιβάσω, <i>att.</i> προσβιβῶ;<br /><b>1</b> faire approcher, faire avancer, acc. ; <i>Pass.</i> s’approcher de;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> amener à : τινά τινι amener qqn à qch au moyen de qch ; τινά, persuader qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[βιβάζω]].
}}
}}