ἀνθρακεύω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρᾰκεύω''': [[κάμνω]] ἄνθρακας, φαῦλον δὲ καὶ εἰς τὸ καίειν καὶ ἀνθρακεύειν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 8, 5, καὶ 9. 3, 1, πρβλ. καὶ [[Πολυδ]]. 7. 146· «τούτους δὲ (τοὺς ἀνθρακώδεις λίθους) πᾶν [[τοὐναντίον]] πάσχειν τοῖς ἐκ τῶν ξύλων ἀνθρακευομένοις» Ἀντιγ. Καρύστ. 151. 2) [[καίω]] τι ἕως οὗ ἀνθρακωθῇ, ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μεσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν Ἀριστοφ. Λυσ. 340.
|lstext='''ἀνθρᾰκεύω''': [[κάμνω]] ἄνθρακας, φαῦλον δὲ καὶ εἰς τὸ καίειν καὶ ἀνθρακεύειν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 8, 5, καὶ 9. 3, 1, πρβλ. καὶ [[Πολυδ]]. 7. 146· «τούτους δὲ (τοὺς ἀνθρακώδεις λίθους) πᾶν [[τοὐναντίον]] πάσχειν τοῖς ἐκ τῶν ξύλων ἀνθρακευομένοις» Ἀντιγ. Καρύστ. 151. 2) [[καίω]] τι ἕως οὗ ἀνθρακωθῇ, ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μεσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν Ἀριστοφ. Λυσ. 340.
}}
{{bailly
|btext=brûler avec du charbon, faire griller.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθρακεύς]].
}}
}}