ἐξεταστικός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] νὰ ἐξετάζῃ, [[μετὰ]] γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., [[ἐρευνητικός]], περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
|lstext='''ἐξεταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] νὰ ἐξετάζῃ, [[μετὰ]] γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., [[ἐρευνητικός]], περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à rechercher, à examiner;<br /><b>2</b> qui recherche <i>ou</i> examine.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξετάζω]].
}}
}}