στεγαστρίς: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεγαστρίς''': ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς [[κάλυμμα]], διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ [[γεῖσον]], ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.
|lstext='''στεγαστρίς''': ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς [[κάλυμμα]], διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ [[γεῖσον]], ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui couvre.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]].
}}
}}