3,274,216
edits
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντηρέω''': τηρῶ ἢ διαφυλάττω [[καλῶς]], ἀσφαλῶς, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 12· ἡ [[σύγκλητος]] οὐκ ἐξέφαινε τὴν ἑαυτῆς γνώμην ἀλλὰ συνετήρει παρ’ ἑαυτῇ Πολύβ. 31. 6, 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 19. 2) διαφυλάττω, διατηρῶ [[ὁμοῦ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3052. 21· ἀλλὰ βάλλουσιν [[οἶνον]] νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται, διατηροῦνται, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 17, κ. Λουκ. ε΄, 38. ― Παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 44. 3) παρατηρῶ μετ’ ἀκριβείας, [[αὐτόθι]] 6819. 18 4) καιροφυλακῶ, [[περιμένω]] εὐκαιρίαν, συντηροῦντα παίειν Πλουτ. Μάρκελλ. 12. | |lstext='''συντηρέω''': τηρῶ ἢ διαφυλάττω [[καλῶς]], ἀσφαλῶς, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 12· ἡ [[σύγκλητος]] οὐκ ἐξέφαινε τὴν ἑαυτῆς γνώμην ἀλλὰ συνετήρει παρ’ ἑαυτῇ Πολύβ. 31. 6, 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 19. 2) διαφυλάττω, διατηρῶ [[ὁμοῦ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3052. 21· ἀλλὰ βάλλουσιν [[οἶνον]] νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται, διατηροῦνται, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 17, κ. Λουκ. ε΄, 38. ― Παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 44. 3) παρατηρῶ μετ’ ἀκριβείας, [[αὐτόθι]] 6819. 18 4) καιροφυλακῶ, [[περιμένω]] εὐκαιρίαν, συντηροῦντα παίειν Πλουτ. Μάρκελλ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conserver;<br /><b>2</b> observer, surveiller.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τηρέω]]. | |||
}} | }} |