γυναικονόμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γῠναικονόμος''': ὁ, εἷς τῶν ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἀρχόντων τῶν ἐπιμελουμένων τῶν ἠθῶν καὶ τῆς κοσμιότητος τῶν γυναικῶν, Τιμοκλ. Φιλοδ. 1, Μένανδ. Κεκρ. 1· ὁ Ἀριστ. (Πολ. 4. 15, 13) λέγει ὅτι ἦτο [[ὑπούργημα]] ἀριστοκρατικόν.― Πρβλ. [[παιδονόμος]].
|lstext='''γῠναικονόμος''': ὁ, εἷς τῶν ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἀρχόντων τῶν ἐπιμελουμένων τῶν ἠθῶν καὶ τῆς κοσμιότητος τῶν γυναικῶν, Τιμοκλ. Φιλοδ. 1, Μένανδ. Κεκρ. 1· ὁ Ἀριστ. (Πολ. 4. 15, 13) λέγει ὅτι ἦτο [[ὑπούργημα]] ἀριστοκρατικόν.― Πρβλ. [[παιδονόμος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />gynéconome, <i>surveillant des mœurs et de la tenue des femmes, à Athènes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]], [[νέμω]].
}}
}}