δίχρονος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίχρονος''': -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, ἐπιδεχόμενος ἀμφότερα τὰ [[σημεία]] τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ βραχέος, κοινὸς τὴν ποσότητα, Λατ. anceps, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100.
|lstext='''δίχρονος''': -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, ἐπιδεχόμενος ἀμφότερα τὰ [[σημεία]] τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ βραχέος, κοινὸς τὴν ποσότητα, Λατ. anceps, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de pros.</i> à deux temps, <i>càd</i> de quantité commune (longue <i>ou</i> brève).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[χρόνος]].
}}
}}