ἀστάνδης: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστάνδης''': ὁ, [[ταχυδρόμος]], Περσικὴ [[λέξις]], Πλουτ. Ἀλεξ. 18, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν Ἠθ. Πλουτ. 2. 326F· πρβλ. [[ἄγγαρος]].
|lstext='''ἀστάνδης''': ὁ, [[ταχυδρόμος]], Περσικὴ [[λέξις]], Πλουτ. Ἀλεξ. 18, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν Ἠθ. Πλουτ. 2. 326F· πρβλ. [[ἄγγαρος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />courrier.<br />'''Étymologie:''' mot persan.
}}
}}