3,274,360
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίχηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν [[ἄκρον]] [[πόδα]] εἰς δύο χηλάς διῃρημένον, δισχιδῆ, Ἡρόδ. 2. 71, Εὐρ. Βάκχ. 740· συνήθως ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ δίχᾱλος, ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ. ὡς παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 31, κτλ., ἴδε Λεξ. Ἀριστ. ἐν λ. καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 639. ΙΙ. δίχηλον, τό, [[πυράγρα]] ἤ [[κρεάγρα]], Ἀνθ. Π. 6. 92, πρβλ. 6. 196. 2) δίχηλα ὕεια, πόδες χοίρου, Λουκ. Λεξ. 6· πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 80. | |lstext='''δίχηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν [[ἄκρον]] [[πόδα]] εἰς δύο χηλάς διῃρημένον, δισχιδῆ, Ἡρόδ. 2. 71, Εὐρ. Βάκχ. 740· συνήθως ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ δίχᾱλος, ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ. ὡς παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 31, κτλ., ἴδε Λεξ. Ἀριστ. ἐν λ. καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 639. ΙΙ. δίχηλον, τό, [[πυράγρα]] ἤ [[κρεάγρα]], Ἀνθ. Π. 6. 92, πρβλ. 6. 196. 2) δίχηλα ὕεια, πόδες χοίρου, Λουκ. Λεξ. 6· πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>postér.</i> [[διχηλός]] <i>et</i> <b>[[διχαλός]]</b>, ός, όν :<br />qui a le pied fourchu ; <i>subst.</i> δίχηλα ὕεια LUC pieds de cochon.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[χηλή]]. | |||
}} | }} |