σφήκωμα: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφήκωμα''': τό, ἡ κορυφὴ τῆς περικεφαλαίας, [[ἔνθα]] ἐνεπηγνύετο ὁ [[λόφος]], εὐλόφῳ σφ. Σοφ. Ἀποσπ. 314, πρβ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1216. ΙΙ. = [[σφηνίσκος]] ΙΙ, Διοσκ., Παῦλ. Αἰγ. ΙΙΙ. [[σχοινίον]], Μαυρικ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Α. Β. 64.
|lstext='''σφήκωμα''': τό, ἡ κορυφὴ τῆς περικεφαλαίας, [[ἔνθα]] ἐνεπηγνύετο ὁ [[λόφος]], εὐλόφῳ σφ. Σοφ. Ἀποσπ. 314, πρβ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1216. ΙΙ. = [[σφηνίσκος]] ΙΙ, Διοσκ., Παῦλ. Αἰγ. ΙΙΙ. [[σχοινίον]], Μαυρικ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Α. Β. 64.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> bas du cimier d’un casque ; cimier;<br /><b>2</b> lien, bandage, ceinture;<br /><b>3</b> couvercle de marmite.<br />'''Étymologie:''' [[σφηκόω]].
}}
}}