πικρός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πικρός''': -ά, -όν, ποιητ. [[ὡσαύτως]] ός, όν, Ὀδ. Δ. 406· ― [[κυρίως]] (ὡς ὁ Buttm. ἐν Λεξιλ. ἐν λ. ἐχεπευκὴς ἔχει ἀποδείξῃ, ἴδε ἐν λ. [[πεύκη]]), ὁ [[ὀξύς]], «μυτερός», διαπεραστικός, ὀιστὸς Ἰλ. Δ. 118, κ. ἀλλ.· βέλεμνα Σ. 206· γλωχὶς Σοφ. Τρ. 681· μεταφορ., γλώσσης πικροῖς κέντροισι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1288. ΙΙ. [[καθόλου]], δριμὺς εἰς τὰς αἰσθήσεις· 1) ἐπὶ γεύσεως, [[ὀξύς]], [[δριμύς]], [[πικρός]], [[ῥίζα]] Ἰλ. Λ. 846· [[ἅλμη]] Ὀδ. Ε. 323· [[δάκρυον]] Δ. 153· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ θαλασσίου ὕδατος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[γλυκύς]], Ἡρόδ. 4. 52, πρβλ. 7, 35, Πλάτ. Φίληβ. 46C· ἁλμυρὸς καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705Α· ἀπ’ ὄμφακος πικρᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 970· ― οὕτω καὶ ἐπὶ ὀσμῆς, [[δριμύς]], Ὀδ. Δ. 406, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 59. (Ἡ [[σημασία]] αὕτη ἐπικρατεῖ ἐν τοῖς συνθέτοις καὶ παραγώγοις). 2) ἐπὶ ἄλγους, [[ὀξύς]], διαπεραστικός, Ἥρης θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι Ἰλ. Λ. 271· πλὴν ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὑτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται Σοφ. Φιλ. 189· [[φθόγγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1610· γόοι, [[ὄδυρμα]] Εὐρ. Φοίν. 883 κ. ἀλλ.· π. ὄπα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[σκληρός]], [[μισητός]], [[πικρός]], πικρὴν Αἴγυπτον Ὀδ. Ρ. 448, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 355· τελευτὰ Πινδ. Ι. 7 (6). 69, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 745· [[τιμωρία]], [[ἀγών]], δύαι, [[χεῖμα]], κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 473, Σοφ. Αἴ. 1237, κτλ.· [[μοναρχία]], νόμοι Αἰσχύλ. Θήβ. 881, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1045· λόγοι Εὐρ. Ἑλ. 482· οὐδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον Ἀντιφῶν 116. 42· πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι [[πολίτευμα]] ἐμὸν Δημ. 263. 1· μετ’ ἀπαρ., μὴ [[λίαν]] πικρὸν εἰπεῖν ᾖ ὁ αὐτ. 16. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, [[τραχύς]], πικρὸς τοὺς τρόπους, [[δυσμενής]], γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ πικρὸν Σόλων 12. 5, πρβλ. Θέογν. 301, Αἰσχύλ. Χο. 234, Εὐμ. 152, κτλ.· ἔς τινα Ἡρόδ. 1. 123· ἀπολ., Αἰσχύλ. Προμ. 739, Θήβ. 941, Δημ. 784, 2, κτλ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 10. 2, Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 10· παρὰ τοῖς Κωμ. ἐπὶ γερόντων, [[σκυθρός]], π., φειδωλὸς Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 229. 272· ― [[ἀλλά]], πικρὸς θεοῖς, μισητὸς τοῖς θεοῖς, Σοφ. Φιλ. 254· οὕτω, π. πολίταις Εὐρ. Μήδ. 224, πρβλ. Ἱκέτ. 1222· [[ὡσαύτως]], ἐμοὶ π. τέθνηκεν ἢ κείνοις [[γλυκύς]], «[[μᾶλλον]] ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν [[ἤπερ]] ἐκείνοις [[γλυκύς]]» (Σχόλ.), δηλ. περισσοτέραν λύπην προὐξένησεν ὁ [[θάνατος]] [[αὐτοῦ]] εἰς ἐμὲ ἢ χαρὰν εἰς ἐκείνους, Σοφ. Αἴ. 966. 3) πεπικραμμένος, τεθλιμμένος, κἀνακωκύει πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 424. Β. Συγκρ. -ότερος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 875· ὑπερθ. -ότατος Πινδ. Ι. 7. 68, Εὐρ. Ἑκάβ. 772, κτλ. Γ. Ἐπίρρ. πικρῶς, [[τραχέως]], πικρῶς, σκληρῶς, Αἰσχύλ. Προμ. 195, Σοφ. Ο. Κ. 994· π. ἐξετάζειν Δημ. 26. 3, 315. 5· π. ἔχειν τινί, [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 145. 28., 1477. 7· π. φέρειν τι, Λατ. aegerrime, Εὐρ. Ἴων 610, πρβλ. Ἀνδρ. 190· Συγκρ. -ότερον, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 659, κτλ.· ὑπερθ. -ότατα Πολύβ. 1. 72, 3. [ῑ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἐπικ.· ἀλλὰ ῐ [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πέρσ. 473, Ἀγ. 970, Σοφ. Αἴ. 500, καὶ παρὰ Θεοκρ. 8, 74.
|lstext='''πικρός''': -ά, -όν, ποιητ. [[ὡσαύτως]] ός, όν, Ὀδ. Δ. 406· ― [[κυρίως]] (ὡς ὁ Buttm. ἐν Λεξιλ. ἐν λ. ἐχεπευκὴς ἔχει ἀποδείξῃ, ἴδε ἐν λ. [[πεύκη]]), ὁ [[ὀξύς]], «μυτερός», διαπεραστικός, ὀιστὸς Ἰλ. Δ. 118, κ. ἀλλ.· βέλεμνα Σ. 206· γλωχὶς Σοφ. Τρ. 681· μεταφορ., γλώσσης πικροῖς κέντροισι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1288. ΙΙ. [[καθόλου]], δριμὺς εἰς τὰς αἰσθήσεις· 1) ἐπὶ γεύσεως, [[ὀξύς]], [[δριμύς]], [[πικρός]], [[ῥίζα]] Ἰλ. Λ. 846· [[ἅλμη]] Ὀδ. Ε. 323· [[δάκρυον]] Δ. 153· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ θαλασσίου ὕδατος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[γλυκύς]], Ἡρόδ. 4. 52, πρβλ. 7, 35, Πλάτ. Φίληβ. 46C· ἁλμυρὸς καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705Α· ἀπ’ ὄμφακος πικρᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 970· ― οὕτω καὶ ἐπὶ ὀσμῆς, [[δριμύς]], Ὀδ. Δ. 406, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 59. (Ἡ [[σημασία]] αὕτη ἐπικρατεῖ ἐν τοῖς συνθέτοις καὶ παραγώγοις). 2) ἐπὶ ἄλγους, [[ὀξύς]], διαπεραστικός, Ἥρης θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι Ἰλ. Λ. 271· πλὴν ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὑτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται Σοφ. Φιλ. 189· [[φθόγγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1610· γόοι, [[ὄδυρμα]] Εὐρ. Φοίν. 883 κ. ἀλλ.· π. ὄπα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[σκληρός]], [[μισητός]], [[πικρός]], πικρὴν Αἴγυπτον Ὀδ. Ρ. 448, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 355· τελευτὰ Πινδ. Ι. 7 (6). 69, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 745· [[τιμωρία]], [[ἀγών]], δύαι, [[χεῖμα]], κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 473, Σοφ. Αἴ. 1237, κτλ.· [[μοναρχία]], νόμοι Αἰσχύλ. Θήβ. 881, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1045· λόγοι Εὐρ. Ἑλ. 482· οὐδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον Ἀντιφῶν 116. 42· πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι [[πολίτευμα]] ἐμὸν Δημ. 263. 1· μετ’ ἀπαρ., μὴ [[λίαν]] πικρὸν εἰπεῖν ᾖ ὁ αὐτ. 16. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, [[τραχύς]], πικρὸς τοὺς τρόπους, [[δυσμενής]], γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ πικρὸν Σόλων 12. 5, πρβλ. Θέογν. 301, Αἰσχύλ. Χο. 234, Εὐμ. 152, κτλ.· ἔς τινα Ἡρόδ. 1. 123· ἀπολ., Αἰσχύλ. Προμ. 739, Θήβ. 941, Δημ. 784, 2, κτλ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 10. 2, Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 10· παρὰ τοῖς Κωμ. ἐπὶ γερόντων, [[σκυθρός]], π., φειδωλὸς Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 229. 272· ― [[ἀλλά]], πικρὸς θεοῖς, μισητὸς τοῖς θεοῖς, Σοφ. Φιλ. 254· οὕτω, π. πολίταις Εὐρ. Μήδ. 224, πρβλ. Ἱκέτ. 1222· [[ὡσαύτως]], ἐμοὶ π. τέθνηκεν ἢ κείνοις [[γλυκύς]], «[[μᾶλλον]] ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν [[ἤπερ]] ἐκείνοις [[γλυκύς]]» (Σχόλ.), δηλ. περισσοτέραν λύπην προὐξένησεν ὁ [[θάνατος]] [[αὐτοῦ]] εἰς ἐμὲ ἢ χαρὰν εἰς ἐκείνους, Σοφ. Αἴ. 966. 3) πεπικραμμένος, τεθλιμμένος, κἀνακωκύει πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 424. Β. Συγκρ. -ότερος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 875· ὑπερθ. -ότατος Πινδ. Ι. 7. 68, Εὐρ. Ἑκάβ. 772, κτλ. Γ. Ἐπίρρ. πικρῶς, [[τραχέως]], πικρῶς, σκληρῶς, Αἰσχύλ. Προμ. 195, Σοφ. Ο. Κ. 994· π. ἐξετάζειν Δημ. 26. 3, 315. 5· π. ἔχειν τινί, [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 145. 28., 1477. 7· π. φέρειν τι, Λατ. aegerrime, Εὐρ. Ἴων 610, πρβλ. Ἀνδρ. 190· Συγκρ. -ότερον, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 659, κτλ.· ὑπερθ. -ότατα Πολύβ. 1. 72, 3. [ῑ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἐπικ.· ἀλλὰ ῐ [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πέρσ. 473, Ἀγ. 970, Σοφ. Αἴ. 500, καὶ παρὰ Θεοκρ. 8, 74.
}}
{{bailly
|btext=ά <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> piquant, aigu;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> <i>en parl. du goût</i> amer;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’odeurs</i> âcre, pénétrant;<br /><b>3</b> <i>en parl. du toucher</i> aigu, piquant, pénétrant (mal, douleur, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> <i>en parl. du son</i> aigu, perçant;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> âpre, dur, cruel ; odieux à, haï de, τινι ; triste, affligé.<br />'''Étymologie:''' R. Πικ, être aigre, être âcre ; v. [[πίσσα]].
}}
}}