γύαλον: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γύᾰλον''': τό, κοῖλον, ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ θώρακος (θώρηξ), [[ὅστις]] ἀπετελεῖτο ἐκ δύο μερῶν, ὀπισθίου καὶ ἐμπροσθίου, [[ἅπερ]] ἐκαλοῦντο γύαλα ἢ ἡμιθωράκια, τὰ ὁποῖα ἡρμόζοντο κατὰ τὰ πλάγια διὰ συνδέσμων (πόρπαι, περόναι)˙ [[ὅθεν]] ὁ θώραξ ἐκαλεῖτο γυαλοθώραξ, Παυσ. 10. 26, 2˙ ἐν Ἰλ. Ο. 530 ἔχομεν θώρηκα γυάλοισιν ἀρηρότα, ἀποτελούμενον ἐκ τῶν δύο τούτων τεμαχίων˙ πρβλ. κραταιγύαλος. 2) τὸ κοῖλον ἢ [[κοίλωμα]] ἀγγείου τινός, κρατήρων γ. Εὐρ. Ι. Α. 1052˙ ἢ κοῖλον [[ἀγγεῖον]], χρυσοῦ γέμοντα γύαλα ὀ αὐτ. Ἀνδρ. 1093. 3) κοίλας πέτρας γ., ἡ [[κοιλότης]] βράχου, Σοφ. Φ. 1081˙ [[σπήλαιον]], [[ἄντρον]], πέτρινα μύχατα γύαλα Εὐρ. Ἑλ. 189. 4) ἐν τῷ πληθ. , ἐπὶ κοίλης χώρας, πεδιάδων, κοιλάδων, φαράγγων κ. τ. τ., γυάλοις ὕπο Παρνησοῖο Ἡσ. Θ. 499, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 396˙ Νύσης 25. 5˙ γύαλα Φοίβου, θεοῦ, ἐπὶ τῶν Δελφῶν, Εὐρ. Φοιν. 237, Ἴωνι, 245, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 110˙ Λύδιά τ’ ἄγ γύαλα ([[οὕτως]] ὁ Herm.) ἀνὰ τὰς κοιλάδας τῆς Λυδίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 550˙ γύαλα χώρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 110˙ αἰθέρια γύαλα, ὁ [[θόλος]] τοῦ οὐρανοῦ, Ὀππ. Κ. 1. 281. 5.=[[κύβος]], [[λίθος]] [[τετράγωνος]], Ε. Μ. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ἐν τῷ ἐγγυαλίζω, καὶ πιθανῶς τὸ ἐγγύη [[εἶναι]] συγγενές˙ ἀλλ’ ἡ [[συγγένεια]] πρὸς τὸ [[γύης]] ἢ πρὸς τὸ [[γυῖον]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]).
|lstext='''γύᾰλον''': τό, κοῖλον, ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ θώρακος (θώρηξ), [[ὅστις]] ἀπετελεῖτο ἐκ δύο μερῶν, ὀπισθίου καὶ ἐμπροσθίου, [[ἅπερ]] ἐκαλοῦντο γύαλα ἢ ἡμιθωράκια, τὰ ὁποῖα ἡρμόζοντο κατὰ τὰ πλάγια διὰ συνδέσμων (πόρπαι, περόναι)˙ [[ὅθεν]] ὁ θώραξ ἐκαλεῖτο γυαλοθώραξ, Παυσ. 10. 26, 2˙ ἐν Ἰλ. Ο. 530 ἔχομεν θώρηκα γυάλοισιν ἀρηρότα, ἀποτελούμενον ἐκ τῶν δύο τούτων τεμαχίων˙ πρβλ. κραταιγύαλος. 2) τὸ κοῖλον ἢ [[κοίλωμα]] ἀγγείου τινός, κρατήρων γ. Εὐρ. Ι. Α. 1052˙ ἢ κοῖλον [[ἀγγεῖον]], χρυσοῦ γέμοντα γύαλα ὀ αὐτ. Ἀνδρ. 1093. 3) κοίλας πέτρας γ., ἡ [[κοιλότης]] βράχου, Σοφ. Φ. 1081˙ [[σπήλαιον]], [[ἄντρον]], πέτρινα μύχατα γύαλα Εὐρ. Ἑλ. 189. 4) ἐν τῷ πληθ. , ἐπὶ κοίλης χώρας, πεδιάδων, κοιλάδων, φαράγγων κ. τ. τ., γυάλοις ὕπο Παρνησοῖο Ἡσ. Θ. 499, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 396˙ Νύσης 25. 5˙ γύαλα Φοίβου, θεοῦ, ἐπὶ τῶν Δελφῶν, Εὐρ. Φοιν. 237, Ἴωνι, 245, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 110˙ Λύδιά τ’ ἄγ γύαλα ([[οὕτως]] ὁ Herm.) ἀνὰ τὰς κοιλάδας τῆς Λυδίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 550˙ γύαλα χώρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 110˙ αἰθέρια γύαλα, ὁ [[θόλος]] τοῦ οὐρανοῦ, Ὀππ. Κ. 1. 281. 5.=[[κύβος]], [[λίθος]] [[τετράγωνος]], Ε. Μ. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ἐν τῷ ἐγγυαλίζω, καὶ πιθανῶς τὸ ἐγγύη [[εἶναι]] συγγενές˙ ἀλλ’ ἡ [[συγγένεια]] πρὸς τὸ [[γύης]] ἢ πρὸς τὸ [[γυῖον]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cavité, creux ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> <i>dans l’Iliade</i>, γύαλα θώρηκος les deux moitiés d’une cuirasse (celle de la poitrine, celle du dos attachées sur les côtés par des agrafes) ; <i>au sg. d’ord. en parl. de la moitié qui couvre la poitrine, càd</i> le plastron;<br /><b>2</b> creux (d’une coupe);<br /><b>3</b> creux (d’un roc) ; roc creusé, caverne, antre, grotte;<br /><b>4</b> creux (d’une vallée) ; τὰ γύαλα vallée, vallon.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[γύης]].
}}
}}