ἄναρκτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄναρκτος''': -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος [[ὥστε]] νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον [[μήτε]] δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 ([[ἔνθα]] ὁ Wieseler [[χάριν]] τοῦ μέτρου διώρθωσε [[λίαν]] ἐπιτυχῶς [[ἀνάρχετος]] κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἀπεύχετος]]), Σοφ. Ἀποσπ. 28.
|lstext='''ἄναρκτος''': -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος [[ὥστε]] νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον [[μήτε]] δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 ([[ἔνθα]] ὁ Wieseler [[χάριν]] τοῦ μέτρου διώρθωσε [[λίαν]] ἐπιτυχῶς [[ἀνάρχετος]] κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἀπεύχετος]]), Σοφ. Ἀποσπ. 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maître, non gouverné;<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas gouverner.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄρχω]].
}}
}}