ἀπάγχω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπάγχω''': μέλλ. -άγξω, [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]], ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Ὀδ. Τ. 230· γαλῆν ἀπ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 796, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 27, Λουκ. Λεξιφ. 11· ὅ μάλιστά μ’ ἀπάγχει, μὲ πνίγει, μὲ κάμνει νὰ σκάνω, Ἀριστοφ. Σφ. 686: ― Μέσ. καὶ παθ., [[ἀπαγχονίζω]] ἐμαυτόν, ἀπαγχονίζομαι, Ἀρχίλ. 61. Ἡρόδ. 2. 131, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Aἰσχύλ. Ἱκ. 465, Ἀνδοκ. 16. 28· ἐκ δένδρων Θουκ. 3. 81· [[ὥστε]] μ’ ἀπάγχεσθ’, [[ἤμην]] ἕτοιμος νὰ κρεμασθῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 988· ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 31.
|lstext='''ἀπάγχω''': μέλλ. -άγξω, [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]], ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Ὀδ. Τ. 230· γαλῆν ἀπ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 796, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 27, Λουκ. Λεξιφ. 11· ὅ μάλιστά μ’ ἀπάγχει, μὲ πνίγει, μὲ κάμνει νὰ σκάνω, Ἀριστοφ. Σφ. 686: ― Μέσ. καὶ παθ., [[ἀπαγχονίζω]] ἐμαυτόν, ἀπαγχονίζομαι, Ἀρχίλ. 61. Ἡρόδ. 2. 131, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Aἰσχύλ. Ἱκ. 465, Ἀνδοκ. 16. 28· ἐκ δένδρων Θουκ. 3. 81· [[ὥστε]] μ’ ἀπάγχεσθ’, [[ἤμην]] ἕτοιμος νὰ κρεμασθῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 988· ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 31.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἀπῆγξα]];<br />étrangler, étouffer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπάγχομαι (<i>ao.</i> ἀπηγξάμην) se pendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἄγχω]].
}}
}}