φρονούντως: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρονούντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ [[φρονέω]], φρονίμως, συνετῶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 204, Σοφ. Ἀντιγ. 682.
|lstext='''φρονούντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ [[φρονέω]], φρονίμως, συνετῶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 204, Σοφ. Ἀντιγ. 682.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sagement, avec prudence.<br />'''Étymologie:''' [[φρονέω]].
}}
}}