θυοδόκος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυοδόκος''': -ον, ([[θύος]]) δεχόμενος [[θυμίαμα]], [[πλήρης]] θυμιάματος, [[εὐώδης]], ἐπὶ τοῦ Δελφικοῦ ναοῦ, Εὐρ. Ἴωνι 511, 1549· ἀνακτόρων ὁ αὐτ., ἐν Ἀνδρ. 1146· πρβλ. Ἡσύχ.
|lstext='''θυοδόκος''': -ον, ([[θύος]]) δεχόμενος [[θυμίαμα]], [[πλήρης]] θυμιάματος, [[εὐώδης]], ἐπὶ τοῦ Δελφικοῦ ναοῦ, Εὐρ. Ἴωνι 511, 1549· ἀνακτόρων ὁ αὐτ., ἐν Ἀνδρ. 1146· πρβλ. Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit les parfums, où l’on sert les parfums.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]], [[δέκομαι]].
}}
}}