σαυλοπρωκτιάω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαυλοπρωκτιάω''': περιπατῶ σείων ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]] τὰ ὀπίσθια, «κουνῶν» τὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Σφ. 1173· πρβλ. περιπρωκτιάω, [[σαῦλος]], σαλακωνίζω.
|lstext='''σαυλοπρωκτιάω''': περιπατῶ σείων ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]] τὰ ὀπίσθια, «κουνῶν» τὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Σφ. 1173· πρβλ. περιπρωκτιάω, [[σαῦλος]], σαλακωνίζω.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />marcher <i>ou</i> danser d’une allure efféminée.<br />'''Étymologie:''' [[σαῦλος]], [[πρωκτός]].
}}
}}