3,253,953
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασιωπάω''': μέλλ. -ήσομαι, [[διαμένω]] [[σιωπηλός]], Εὐρ. Ἑλ. 1551, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 4. ΙΙ. μεταβ., [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, παρασιωπῶ, δὲν [[ἀναφέρω]], Εὐρ. Ἴωνι 1566· οὕτω καὶ ἐν Δωρ. μέλλ., διασωπάσομαί οἱ [[μόρον]] Πίνδ. Ο. 13. 130. | |lstext='''διασιωπάω''': μέλλ. -ήσομαι, [[διαμένω]] [[σιωπηλός]], Εὐρ. Ἑλ. 1551, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 4. ΙΙ. μεταβ., [[παρέρχομαι]] ἐν σιωπῇ, παρασιωπῶ, δὲν [[ἀναφέρω]], Εὐρ. Ἴωνι 1566· οὕτω καὶ ἐν Δωρ. μέλλ., διασωπάσομαί οἱ [[μόρον]] Πίνδ. Ο. 13. 130. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> διασιωπήσομαι;<br />rester silencieux.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σιωπάω]]. | |||
}} | }} |