ἐπινεύω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινεύω''': μέλλ. -νεύσω Λουκ. Κρόν. 1. 4· -[[νεύσομαι]] Ἀρισταίν. 2. 1. Νεύω, [[κατανεύω]], κινῶ πρὸς τὰ [[κάτω]] τὴν κεφαλὴν πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ὑποσχέσεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀνανεύω]], ὥς οἱ ὑπέστην πρῶτον, ἐμῷ δ’ ἐπένευσα κάρητι Ἰλ. Ο. 75· ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]] Α. 528, κτλ.· [[νεύω]] διὰ τῶν βλεφάρων ὡς [[σημεῖον]] συγκαταθέσεως, ὥς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά· τοι δ’ ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Πινδ. Ι. 8 (7). 100· σύ... ἐπένευσας τάδε, ἐπεδοκίμασας, ἐπεκύρωσας τὰς πράξεις ταύτας, Εὐρ. Ὀρ. 284, πρβλ. Δημ. 332. 18· ἐπένευσεν ἀληθὲς [[εἶναι]], ἔνευσεν εἰς [[σημεῖον]] ὅτι ἦτο ἀληθές, Αἰσχίν. 62. 11· σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ... ἐπινεύουσι, δηλοῦσι δὲ τὰ ψευδῆ διὰ τῆς σιωπῆς (ὡς τὸ Λατ. innuere), Δημ. 560. 6· ἀπολ., Ἀντιφῶν 117. 11, κτλ.· Ἑλληνικόν γ’ ἐπένευσαν ἄνδρες οὑτοιί, ἔκαμαν Ἑλληνικὸν [[νεῦμα]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 115: - μετ’ αἰτ., ὑπισχνοῦμαι, Πάριν, ᾧ μ’ ἐπένευσαν, Εὐρ. Ἑλ. 681· τι Βάκχ. 1349· ἐπ. σιγῇ τι Δημ. 560. 7· ὑπέρ τινος Πολύβ. 21. 3, 3. 2) [[κάμνω]] [[νεῦμα]] πρὸς ἕτερον διὰ νὰ πράξῃ τι, διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ..., στορέσαι [[λέχος]] Ἰλ. Ι. 620 (616) ἀπολ., Ὀδ. ΙΙ. 164, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 169, 466, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37. 3) [[νεύω]] ἢ [[κλίνω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ, «τῷ λαμπρῷ δὲ κράνει παρέκυπτε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 314· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· πέτραι ἐπινενευκυῖαι, ἐπικρεμάμεναι, Λουκ. Προμ. 1: - [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἀντίθετον τῷ ἐξυπτιάζεσθαι, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 120. 4) [[κλίνω]] [[πρός]]..., ἐπένευσεν εἰς ἐκεῖνον ἡ βουλὴ [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 657.
|lstext='''ἐπινεύω''': μέλλ. -νεύσω Λουκ. Κρόν. 1. 4· -[[νεύσομαι]] Ἀρισταίν. 2. 1. Νεύω, [[κατανεύω]], κινῶ πρὸς τὰ [[κάτω]] τὴν κεφαλὴν πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ὑποσχέσεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀνανεύω]], ὥς οἱ ὑπέστην πρῶτον, ἐμῷ δ’ ἐπένευσα κάρητι Ἰλ. Ο. 75· ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]] Α. 528, κτλ.· [[νεύω]] διὰ τῶν βλεφάρων ὡς [[σημεῖον]] συγκαταθέσεως, ὥς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά· τοι δ’ ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Πινδ. Ι. 8 (7). 100· σύ... ἐπένευσας τάδε, ἐπεδοκίμασας, ἐπεκύρωσας τὰς πράξεις ταύτας, Εὐρ. Ὀρ. 284, πρβλ. Δημ. 332. 18· ἐπένευσεν ἀληθὲς [[εἶναι]], ἔνευσεν εἰς [[σημεῖον]] ὅτι ἦτο ἀληθές, Αἰσχίν. 62. 11· σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ... ἐπινεύουσι, δηλοῦσι δὲ τὰ ψευδῆ διὰ τῆς σιωπῆς (ὡς τὸ Λατ. innuere), Δημ. 560. 6· ἀπολ., Ἀντιφῶν 117. 11, κτλ.· Ἑλληνικόν γ’ ἐπένευσαν ἄνδρες οὑτοιί, ἔκαμαν Ἑλληνικὸν [[νεῦμα]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 115: - μετ’ αἰτ., ὑπισχνοῦμαι, Πάριν, ᾧ μ’ ἐπένευσαν, Εὐρ. Ἑλ. 681· τι Βάκχ. 1349· ἐπ. σιγῇ τι Δημ. 560. 7· ὑπέρ τινος Πολύβ. 21. 3, 3. 2) [[κάμνω]] [[νεῦμα]] πρὸς ἕτερον διὰ νὰ πράξῃ τι, διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ..., στορέσαι [[λέχος]] Ἰλ. Ι. 620 (616) ἀπολ., Ὀδ. ΙΙ. 164, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 169, 466, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37. 3) [[νεύω]] ἢ [[κλίνω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ, «τῷ λαμπρῷ δὲ κράνει παρέκυπτε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 314· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· πέτραι ἐπινενευκυῖαι, ἐπικρεμάμεναι, Λουκ. Προμ. 1: - [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἀντίθετον τῷ ἐξυπτιάζεσθαι, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 120. 4) [[κλίνω]] [[πρός]]..., ἐπένευσεν εἰς ἐκεῖνον ἡ βουλὴ [[πάλιν]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 657.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> s’incliner, <i>d’où</i><br /><b>1</b> agiter le panache d’un casque en remuant la tête;<br /><b>2</b> se pencher : πέτραι ἐπινενευκυῖαι LUC roches suspendues;<br /><b>II.</b> incliner la tête pour faire un signe ; faire un signe de tête ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> faire un signe d’assentiment ; approuver d’un signe;<br /><b>2</b> accorder <i>ou</i> promettre d’un signe;<br /><b>3</b> ordonner par signe : τινι [[οὕτως]] ἐπ. XÉN faire signe à qqn d’agir ainsi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νεύω]].
}}
}}