οἰκήτωρ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκήτωρ''': -ορος, ὁ, [[κάτοικος]], Ἡρόδ. 2. 103., 4. 9, 34., 7. 153, Αἰσχύλ. Πρ. 351, Θουκ. 1. 2, κτλ.· οἰκ. θεοῦ, δηλ. κατοικῶν ἐν τῷ ναῷ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1089· Ἅιδου οἰκ., ἐπὶ ἀνθρώπου τεθνεῶτος, Σοφ. Τρ. 282, πρβλ. Αἴ. 396, 517. 2) [[ἄποικος]], Θουκ. 2. 27., 3. 92.
|lstext='''οἰκήτωρ''': -ορος, ὁ, [[κάτοικος]], Ἡρόδ. 2. 103., 4. 9, 34., 7. 153, Αἰσχύλ. Πρ. 351, Θουκ. 1. 2, κτλ.· οἰκ. θεοῦ, δηλ. κατοικῶν ἐν τῷ ναῷ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1089· Ἅιδου οἰκ., ἐπὶ ἀνθρώπου τεθνεῶτος, Σοφ. Τρ. 282, πρβλ. Αἴ. 396, 517. 2) [[ἄποικος]], Θουκ. 2. 27., 3. 92.
}}
{{bailly
|btext=ήτορος (ὁ) :<br /><b>1</b> habitant;<br /><b>2</b> qui colonise, colon.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]].
}}
}}