περιθριγκόω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιθριγκόω''': περιφράττω ὁλόγυρα, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Πλουτ. Μάρ. 21. - Παθ., περιφράττομαι, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Κλήμ. Ἀλ. 303.
|lstext='''περιθριγκόω''': περιφράττω ὁλόγυρα, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Πλουτ. Μάρ. 21. - Παθ., περιφράττομαι, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Κλήμ. Ἀλ. 303.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />entourer d’un revêtement : τινί [[τι]] faire d’une chose un rempart à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θριγκόω]].
}}
}}