ἀναπλέκω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[πλέκω]] [[περί]] τι, περικοσμῶ, [[περιστέφω]], ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ κεφαλὰς Πινδ. Ο. 2. 135· ἀν. τὰς τρίχας [[Πολυδ]]. 2. 35: ἀπολ., κατὰ μέσ. τύπον, [[πλέκω]] τὴν κόμην μου εἰς πλόκαμον κρεμάμενον [[ὀπίσω]], - «οἱ ἐλεύθεροι παῖδες ἀναπλέκονται [τὴν κόμην] [[ἔστε]] πρὸς τὸ ἐφηβικόν», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3. 2) μεταφ., ἀν ῥυθμὸν ὡς τὸ ὑφαίνειν Ἀνθ. Π. 11. 64, πρβλ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 113. 3) ἀναπεπλεγμένοι, συμπεπλεγμένοι, «ἀνακατωμένοι», Πλουτ. Βροῦτ. 17.
|lstext='''ἀναπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[πλέκω]] [[περί]] τι, περικοσμῶ, [[περιστέφω]], ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ κεφαλὰς Πινδ. Ο. 2. 135· ἀν. τὰς τρίχας [[Πολυδ]]. 2. 35: ἀπολ., κατὰ μέσ. τύπον, [[πλέκω]] τὴν κόμην μου εἰς πλόκαμον κρεμάμενον [[ὀπίσω]], - «οἱ ἐλεύθεροι παῖδες ἀναπλέκονται [τὴν κόμην] [[ἔστε]] πρὸς τὸ ἐφηβικόν», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3. 2) μεταφ., ἀν ῥυθμὸν ὡς τὸ ὑφαίνειν Ἀνθ. Π. 11. 64, πρβλ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 113. 3) ἀναπεπλεγμένοι, συμπεπλεγμένοι, «ἀνακατωμένοι», Πλουτ. Βροῦτ. 17.
}}
{{bailly
|btext=enlacer, tresser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πλέκω]].
}}
}}