συνισχναίνω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνισχναίνω''': [[ὁμοῦ]] [[ἰσχναίνω]], ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, ὁ [[νόμος]] αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχναίνω]]).
|lstext='''συνισχναίνω''': [[ὁμοῦ]] [[ἰσχναίνω]], ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, ὁ [[νόμος]] αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχναίνω]]).
}}
{{bailly
|btext=amoindrir, diminuer, alléger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἰσχναίνω]].
}}
}}