διάκειμαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάκειμαι''': ἀπαρ. -κεῖσθαι· μέλλ. -κείσομαι· χρησιμεῦον ὡς παθ. [[τύπος]] τοῦ [[διατίθημι]] (πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 33., 6. 5, 1)· ― εἶμαι ἔν τινι καταστάσει ψυχῆς, σώματος ἢ ἐξωτερικῶν περιστάσεων, εὑρίσκομαι εἰς τοιαύτην ἢ τοιαύτην κατάστασιν, Ἡρόδ. 2. 83, κτλ.· [[συχνάκις]], ὡς τὸ ἔχω, μετ’ ἐπιρρ., ὡς [[διάκειμαι]], ἐν ᾗ καταστάσει εὑρίσκομαι, Εὐρ. Τρῳ. 113· ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου Θουκ. 7. 77, κτλ· σχεδὸν μὲν οὕτω διάκεινται, [[πότε]] μὲν γελῶντες Πλάτ. Φαίδωνι 59Α· κακῶς, μοχθηρῶς, φαύλως δ., εὑρίσκομαι ἐν κακῇ, δυσμοίρῳ, δυστυχεῖ καταστάσει, ὁ αὐτ. Γοργ. 504Ε, κτλ· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], εὖ ἢ κακῶς δ. τινι, εἶμαι [[καλῶς]] ἢ κακῶς διατεθειμένος παρός τινα, Ἰσαῖ. 48. 18, κτλ.· [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 28D, πρβλ. Ἰσαῖ 25. 23· φιλικῶς ἢ οἰκείως δ. τινι Ξεν. Ἀν. 2. 5, 27., 7. 5, 16· ἐπιφθόνως δ. τινι, φθονοῦμαι ὑπό τινος, Θουκ. 1. 75· ὑπόπτως τινι δ., θεωροῦμαι [[ὕποπτος]], μὲ ὑποπτεύει τις, ὁ αὐτ. 8. 68· ἐρωτικῶς δ. τῶν καλῶν, εἶμαι [[ἐραστής]], ἔχω ἐρωτικῶς πρὸς τὰ..., Πλάτ. Συμπ. 216D· ἀπλήστως δ. πρὸς τὴν ἡδονὴν Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14· λύμῃ δ. = λυμαίνεσθαι, Ἡρόδ. 2. 162· ― τὸ διακείμενον = τὸ πάσχον, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 4, 9. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ὡρισμένος, διατεταγμένος, ὥς οἱ διέκειτο, [[οὕτως]] ἦτο διατεταγμένον εἰς αὐτόν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 20· τὰ διακείμενα, ὅροι τινὲς τεταγμένοι, ἐπὶ διακειμένοισι μουνομαχῆσαι Ἡρόδ. 9. 26· ἐπὶ δώρου, ἄμεινον διακείσεται, θὰ διατεθῇ καλλίτερον, Ξεν. Ἀν. 7. 3. 17.
|lstext='''διάκειμαι''': ἀπαρ. -κεῖσθαι· μέλλ. -κείσομαι· χρησιμεῦον ὡς παθ. [[τύπος]] τοῦ [[διατίθημι]] (πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 33., 6. 5, 1)· ― εἶμαι ἔν τινι καταστάσει ψυχῆς, σώματος ἢ ἐξωτερικῶν περιστάσεων, εὑρίσκομαι εἰς τοιαύτην ἢ τοιαύτην κατάστασιν, Ἡρόδ. 2. 83, κτλ.· [[συχνάκις]], ὡς τὸ ἔχω, μετ’ ἐπιρρ., ὡς [[διάκειμαι]], ἐν ᾗ καταστάσει εὑρίσκομαι, Εὐρ. Τρῳ. 113· ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου Θουκ. 7. 77, κτλ· σχεδὸν μὲν οὕτω διάκεινται, [[πότε]] μὲν γελῶντες Πλάτ. Φαίδωνι 59Α· κακῶς, μοχθηρῶς, φαύλως δ., εὑρίσκομαι ἐν κακῇ, δυσμοίρῳ, δυστυχεῖ καταστάσει, ὁ αὐτ. Γοργ. 504Ε, κτλ· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], εὖ ἢ κακῶς δ. τινι, εἶμαι [[καλῶς]] ἢ κακῶς διατεθειμένος παρός τινα, Ἰσαῖ. 48. 18, κτλ.· [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 28D, πρβλ. Ἰσαῖ 25. 23· φιλικῶς ἢ οἰκείως δ. τινι Ξεν. Ἀν. 2. 5, 27., 7. 5, 16· ἐπιφθόνως δ. τινι, φθονοῦμαι ὑπό τινος, Θουκ. 1. 75· ὑπόπτως τινι δ., θεωροῦμαι [[ὕποπτος]], μὲ ὑποπτεύει τις, ὁ αὐτ. 8. 68· ἐρωτικῶς δ. τῶν καλῶν, εἶμαι [[ἐραστής]], ἔχω ἐρωτικῶς πρὸς τὰ..., Πλάτ. Συμπ. 216D· ἀπλήστως δ. πρὸς τὴν ἡδονὴν Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14· λύμῃ δ. = λυμαίνεσθαι, Ἡρόδ. 2. 162· ― τὸ διακείμενον = τὸ πάσχον, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 4, 9. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ὡρισμένος, διατεταγμένος, ὥς οἱ διέκειτο, [[οὕτως]] ἦτο διατεταγμένον εἰς αὐτόν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 20· τὰ διακείμενα, ὅροι τινὲς τεταγμένοι, ἐπὶ διακειμένοισι μουνομαχῆσαι Ἡρόδ. 9. 26· ἐπὶ δώρου, ἄμεινον διακείσεται, θὰ διατεθῇ καλλίτερον, Ξεν. Ἀν. 7. 3. 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διακείσομαι, <i>etc.</i><br /><i>sert de Passif à</i> [[διατίθημι]];<br /><b>I.</b> <i>au sens intr.</i> être disposé de telle ou telle manière, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> éprouver telle ou telle disposition physique <i>ou</i> morale : δ. [[ἀπλήστως]] [[πρός]] [[τι]] XÉN être insatiable de qch ; [[εὖ]] <i>ou</i> [[κακῶς]] δ. τινι être bien <i>ou</i> mal disposé pour qqn;<br /><b>2</b> éprouver telle ou telle disposition de la part de qqn : δ. [[φιλικῶς]] τινι XÉN éprouver les dispositions amicales de qqn, être bien vu de qqn ; [[ἐπιφθόνως]] δ. τινι THC être en butte à l’envie de qqn ; [[ὑπόπτως]] τινὶ δ. THC être suspect à qqn;<br /><b>II.</b> <i>au sens Pass.</i><br /><b>1</b> être mis dans tel ou tel état : ὁρᾶτε [[ὡς]] [[διάκειμαι]] ὑπὸ τῆς νόσου THC vous voyez en quel état m’a mis la maladie ; • <i>impers.</i> ἄμεινον [[ὑμῖν]] διακείσεται XÉN cela vaudra mieux pour vous;<br /><b>2</b> être réglé, institué : ἐπὶ διακειμένοισι μουνομαχῆσαι HDT combattre en combat singulier à des conditions déterminées.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κεῖμαι]].
}}
}}