3,274,313
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῡπάω''': μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ [[τρύω]]) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) [[δόρυ]] νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. [[τρυπανία]]) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν [[πόδα]] τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος ὁ [[λεπτός]], αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. [[αὐτόθι]] 102· ἀλλὰ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[πόνος]] μὲ τὸν [[πόδα]] τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. [[ἁλιά]]. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ [[τρῆμα]], ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ [[ὠτός]]... τετρυπημένου, [[καλῶς]] τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ [[ὅπως]] ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ [[πλήρης]], Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη [[ἔξοδος]] Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243. | |lstext='''τρῡπάω''': μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ [[τρύω]]) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) [[δόρυ]] νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. [[τρυπανία]]) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν [[πόδα]] τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος ὁ [[λεπτός]], αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. [[αὐτόθι]] 102· ἀλλὰ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[πόνος]] μὲ τὸν [[πόδα]] τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. [[ἁλιά]]. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ [[τρῆμα]], ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ [[ὠτός]]... τετρυπημένου, [[καλῶς]] τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ [[ὅπως]] ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ [[πλήρης]], Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη [[ἔξοδος]] Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />percer, trouer, acc. ; <i>Pass.</i> être percé ; τετρυπημένη [[ψῆφος]] ESCHN vote de condamnation <i>litt.</i> caillou percé.<br />'''Étymologie:''' [[τρύπη]]. | |||
}} | }} |