ὑψίκομος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίκομος''': -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 ([[κόμη]])· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν [[φύλλωμα]], [[ὑψηλός]], [[δρῦς]] Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· [[δρῦς]] ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑψίκομος]]· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».
|lstext='''ὑψίκομος''': -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 ([[κόμη]])· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν [[φύλλωμα]], [[ὑψηλός]], [[δρῦς]] Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· [[δρῦς]] ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑψίκομος]]· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou poét.</i> η, ον :<br />à la chevelure élevée, <i>càd</i> au feuillage élevé <i>ou</i> à la cime chevelue.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κόμη]].
}}
}}