καταπύγων: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπύγων''': -ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. κατάπῡγον, οὐχὶ καταπῦγον· (πῡγή)· παραδεδομένος εἰς ἐπιθυμίας σαρκικὰς παρὰ φύσιν, καὶ [[καθόλου]], [[αἰσχρός]], [[ἀχρεῖος]], [[ἀσελγής]], λαικαστὰς καὶ καταπύγωνας Ἀριστοφ. Ἀχ. 79, Ἱππ. 639, [[ὅπερ]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «εὐρύπρωκτον ἢ τὸν πεπορνευμένον»ἐν Σφ. 687· κ. καὶ [[ἀναίσχυντος]] Νεφ. 529, 909· ὦ κατάπυγον ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 200. Αἱ πλάγιαι πτώσεις [[ἐνίοτε]] φέρονται [[ἐσφαλμένως]], -πύγωνος, κτλ., πιθανῶς [[ἕνεκα]] τοῦ τύπου -πυγωνέστερος ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 776· ἀλλ’ [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[τύπος]] ἀνωμάλως σχηματισθεὶς [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὡς τὸ κακοξεινώτερος παρ’ Ὁμ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 193· [[ἕτερος]] [[τύπος]] καταπυγότερος ἐκ τοῦ κατάπῡγος, ὡς καὶ τὸ [[ἀπείρων]] ἐκ τοῦ [[ἄπειρος]] ([[ὅπερ]] ἀναφέρεται ὑπὸ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.), ἀπαντᾷ ἐν Σώφρονι παρ’ Ἀθην. 281Ε· καὶ -ότατος ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1131· πρβλ. [[ἐπιλήσμων]], ἐπιλησμότερος· [[παροιμιώδης]] [[φράσις]], καταπυγοτέρων ἀλφηστῶν, [[διότι]] οἱ ἰχθύες οὗτοι λέγονται ὅτι ἀκολουθεῖ ὁ [[ἕτερος]] θατέρῳ κατὰ τὴν πυγὴν (Ἀθήν. 281Ε), δι’ ἧς σημαίνονται οἱ ἀκρατεῖς καὶ οἱ καταφερεῖς, οἱ λάγνοι. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐπιθέτων εἰς μων ἴδε τὴν σοφὴν διδασκαλίαν Κόντου ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 154.
|lstext='''καταπύγων''': -ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. κατάπῡγον, οὐχὶ καταπῦγον· (πῡγή)· παραδεδομένος εἰς ἐπιθυμίας σαρκικὰς παρὰ φύσιν, καὶ [[καθόλου]], [[αἰσχρός]], [[ἀχρεῖος]], [[ἀσελγής]], λαικαστὰς καὶ καταπύγωνας Ἀριστοφ. Ἀχ. 79, Ἱππ. 639, [[ὅπερ]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «εὐρύπρωκτον ἢ τὸν πεπορνευμένον»ἐν Σφ. 687· κ. καὶ [[ἀναίσχυντος]] Νεφ. 529, 909· ὦ κατάπυγον ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 200. Αἱ πλάγιαι πτώσεις [[ἐνίοτε]] φέρονται [[ἐσφαλμένως]], -πύγωνος, κτλ., πιθανῶς [[ἕνεκα]] τοῦ τύπου -πυγωνέστερος ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 776· ἀλλ’ [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[τύπος]] ἀνωμάλως σχηματισθεὶς [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὡς τὸ κακοξεινώτερος παρ’ Ὁμ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 193· [[ἕτερος]] [[τύπος]] καταπυγότερος ἐκ τοῦ κατάπῡγος, ὡς καὶ τὸ [[ἀπείρων]] ἐκ τοῦ [[ἄπειρος]] ([[ὅπερ]] ἀναφέρεται ὑπὸ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.), ἀπαντᾷ ἐν Σώφρονι παρ’ Ἀθην. 281Ε· καὶ -ότατος ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1131· πρβλ. [[ἐπιλήσμων]], ἐπιλησμότερος· [[παροιμιώδης]] [[φράσις]], καταπυγοτέρων ἀλφηστῶν, [[διότι]] οἱ ἰχθύες οὗτοι λέγονται ὅτι ἀκολουθεῖ ὁ [[ἕτερος]] θατέρῳ κατὰ τὴν πυγὴν (Ἀθήν. 281Ε), δι’ ἧς σημαίνονται οἱ ἀκρατεῖς καὶ οἱ καταφερεῖς, οἱ λάγνοι. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐπιθέτων εἰς μων ἴδε τὴν σοφὴν διδασκαλίαν Κόντου ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 154.
}}
{{bailly
|btext=ων, κατάπυγον;<br /><i>voc.</i> κατάπυγον;<br />infâme débauché, inverti, sodomite, enculé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πυγή]].
}}
}}