3,276,318
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐργᾰτίνης''': ῐ, ου, ὁ, = [[ἐργάτης]], ἰδίως [[γεωργός]], ἐργ. [[βουκαῖος]], ἐργ. ἀνὴρ Θεόκρ. 10. 1., 21. 3, Ἀνθ. Π. 11. 58· οὕτω, [[βοῦς]] ἐργ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 663, Ἀνθ. Π. 6. 228. 2) ὡς ἐπίθ., [[ἐργατικός]], [[δραστήριος]], [[ἐνεργητικός]], [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., ἐργατίναις παλάμαισιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 323. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., ἐργαζόμενός τι ἢ ἀσκῶν τέχνην τινά, Ἀνθ. Π. 5. 240, 275. | |lstext='''ἐργᾰτίνης''': ῐ, ου, ὁ, = [[ἐργάτης]], ἰδίως [[γεωργός]], ἐργ. [[βουκαῖος]], ἐργ. ἀνὴρ Θεόκρ. 10. 1., 21. 3, Ἀνθ. Π. 11. 58· οὕτω, [[βοῦς]] ἐργ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 663, Ἀνθ. Π. 6. 228. 2) ὡς ἐπίθ., [[ἐργατικός]], [[δραστήριος]], [[ἐνεργητικός]], [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., ἐργατίναις παλάμαισιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 323. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., ἐργαζόμενός τι ἢ ἀσκῶν τέχνην τινά, Ἀνθ. Π. 5. 240, 275. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> (ὁ, ἡ) laborieux, actif;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[ἐργατίνης]] :<br /><b>1</b> travailleur;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάτης]]. | |||
}} | }} |