3,277,020
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαίω''': (Α), τὸ ἐνεργ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.– Παθ., ἐνεστ. καὶ παρατ. Ὅμ.· ἀόρ. β΄ ὑποτακτ. δάηται Ἰλ. Υ. 316· εἰς τοῦτο [[ὡσαύτως]] ἀνήκει πρκμ. β΄ ἐνεργ δέδηα, ὑπερσυντ. δεδήειν (ἴδε κατωτ.)· Ἐπ. μετοχ. θηλ. δεδᾰυῖα Νόνν Δ. 6. 305· - ἀόρ. μετοχ. δαισθεὶς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 914 (ἄλλ. δαϊσθεὶς ἐκ τοῦ [[δαΐζω]], ἀλλ’ ἴδε Ἐλμσλ. ἐν τόπῳ)· παθ. πρκμ. δέδαυμαι (ἴδε κατωτ ΙΙ). (Ἐκ τῆς √ΑΔϜ, ὡς ἡ μετοχ. [[δεδαυμένος]] καὶ αἱ Σανσκρ. λέξεις δεικνύουσιν· [[ἐντεῦθεν]] [[δαΐς]] (δᾳδὸς) καὶ δᾱλός, καὶ [[ἴσως]] [[δαΐς]] ([[μάχη]]), [[δάϊος]] ([[ὅπερ]] [[κυρίως]] ἦτο δάϝιος, κατὰ τὸν Πρισκιανόν)· πρβλ. Σανσκρ. du, dun ômi (uro, torqueo, πρβλ. Ἑλλ. δύη, [[ὀδύνη]])· davas, dâvas (calor).) Λέξις ποιητ., [[ἀνάπτω]], [[καίω]], [[κάμνω]] νὰ καίῃ, Λατ. accendo, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ, ἔκαμε νὰ καίῃ πῦρ ἐκ…, Ἰλ. Ε. 4, πρβλ. Ε. 7., Σ 227· ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] δαῖε φλόγα Σ. 206, πρβλ. 227· οὕτω, πῦρ δ. Αἰσχύλ. Χο 864, πρβλ. Ἀγ. 496·- καὶ οὕτω, δαῖε δ’ ἐν ὀφθαλμοῖς… πόθον (κοιν. [[πόθος]]) Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1147.– Παθ., [[ἐξάγω]] φλόγα, φλέγομαι, καίομαι ἀγρίως, ἐν πεδίῳ πῦρ, δαίετο, καῖε δὲ νεκροὺς Ἰλ. Φ. 343· πυρὶ [[ὄσσε]] δεδήει, ἐφλέγοντο, ἔλαμπον μὲ πῦρ, Μ. 466· ἐν δὲ οἱ [[ὄσσε]] δαίεται, φλέγονται ὡς διὰ [[πυρός]], Ὀδ. Ζ. 132· ἐδαίετο φλὸξ Σοφ. Τρ. 765· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ μεταφορ. ἐννοίας, [[πόλεμος]], [[ἔρις]], [[μάχη]], ἐνοπὴ [[δέδηε]], [[πόλεμος]] (κτλ.) ἐφλέγετο, ἦτο ἐν ἀκμῇ, Ἰλ.· [[ὄσσα]] δεδήει, ἡ [[φήμη]] ἐξηπλώθη ὡς πῦρ· ὡς ἐν τῇ Λατ. flagrat bellum, flagrat rumor, Ἰλ. Β. 93. ΙΙ. [[καίω]], [[κατακαίω]], Λατ. uro, μηρὰ… ἐπὶ βωμῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 32· τὰν χώραν δαίειν Ψήφισμα Βυζ. παρὰ Δημ. 255, ἐν τέλ.· μεταχειρίζομαι [[καυτήριον]] (κοιν. δέων) Ἱππ. 891G (ἄλλως δὲν εὑρίσκεται σχεδὸν παρὰ τοῖς πεζοῖς).– Παθ., φλογὶ [[σῶμα]] δαισθεὶς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μηρίων δεδαυμένων Σιμων. Ἰαμβ. 28· ἐν ἔρωτι δεδ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Bentl. ἐν Καλλ. Ἐπιγρ. 52. | |lstext='''δαίω''': (Α), τὸ ἐνεργ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.– Παθ., ἐνεστ. καὶ παρατ. Ὅμ.· ἀόρ. β΄ ὑποτακτ. δάηται Ἰλ. Υ. 316· εἰς τοῦτο [[ὡσαύτως]] ἀνήκει πρκμ. β΄ ἐνεργ δέδηα, ὑπερσυντ. δεδήειν (ἴδε κατωτ.)· Ἐπ. μετοχ. θηλ. δεδᾰυῖα Νόνν Δ. 6. 305· - ἀόρ. μετοχ. δαισθεὶς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 914 (ἄλλ. δαϊσθεὶς ἐκ τοῦ [[δαΐζω]], ἀλλ’ ἴδε Ἐλμσλ. ἐν τόπῳ)· παθ. πρκμ. δέδαυμαι (ἴδε κατωτ ΙΙ). (Ἐκ τῆς √ΑΔϜ, ὡς ἡ μετοχ. [[δεδαυμένος]] καὶ αἱ Σανσκρ. λέξεις δεικνύουσιν· [[ἐντεῦθεν]] [[δαΐς]] (δᾳδὸς) καὶ δᾱλός, καὶ [[ἴσως]] [[δαΐς]] ([[μάχη]]), [[δάϊος]] ([[ὅπερ]] [[κυρίως]] ἦτο δάϝιος, κατὰ τὸν Πρισκιανόν)· πρβλ. Σανσκρ. du, dun ômi (uro, torqueo, πρβλ. Ἑλλ. δύη, [[ὀδύνη]])· davas, dâvas (calor).) Λέξις ποιητ., [[ἀνάπτω]], [[καίω]], [[κάμνω]] νὰ καίῃ, Λατ. accendo, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ, ἔκαμε νὰ καίῃ πῦρ ἐκ…, Ἰλ. Ε. 4, πρβλ. Ε. 7., Σ 227· ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] δαῖε φλόγα Σ. 206, πρβλ. 227· οὕτω, πῦρ δ. Αἰσχύλ. Χο 864, πρβλ. Ἀγ. 496·- καὶ οὕτω, δαῖε δ’ ἐν ὀφθαλμοῖς… πόθον (κοιν. [[πόθος]]) Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1147.– Παθ., [[ἐξάγω]] φλόγα, φλέγομαι, καίομαι ἀγρίως, ἐν πεδίῳ πῦρ, δαίετο, καῖε δὲ νεκροὺς Ἰλ. Φ. 343· πυρὶ [[ὄσσε]] δεδήει, ἐφλέγοντο, ἔλαμπον μὲ πῦρ, Μ. 466· ἐν δὲ οἱ [[ὄσσε]] δαίεται, φλέγονται ὡς διὰ [[πυρός]], Ὀδ. Ζ. 132· ἐδαίετο φλὸξ Σοφ. Τρ. 765· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ μεταφορ. ἐννοίας, [[πόλεμος]], [[ἔρις]], [[μάχη]], ἐνοπὴ [[δέδηε]], [[πόλεμος]] (κτλ.) ἐφλέγετο, ἦτο ἐν ἀκμῇ, Ἰλ.· [[ὄσσα]] δεδήει, ἡ [[φήμη]] ἐξηπλώθη ὡς πῦρ· ὡς ἐν τῇ Λατ. flagrat bellum, flagrat rumor, Ἰλ. Β. 93. ΙΙ. [[καίω]], [[κατακαίω]], Λατ. uro, μηρὰ… ἐπὶ βωμῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 32· τὰν χώραν δαίειν Ψήφισμα Βυζ. παρὰ Δημ. 255, ἐν τέλ.· μεταχειρίζομαι [[καυτήριον]] (κοιν. δέων) Ἱππ. 891G (ἄλλως δὲν εὑρίσκεται σχεδὸν παρὰ τοῖς πεζοῖς).– Παθ., φλογὶ [[σῶμα]] δαισθεὶς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μηρίων δεδαυμένων Σιμων. Ἰαμβ. 28· ἐν ἔρωτι δεδ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Bentl. ἐν Καλλ. Ἐπιγρ. 52. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>Act. inus. ; seul. Pass.</i><br /><b>1</b> diviser, partager ; <i>Pass.</i> être divisé : [[διχθά]] OD en deux ; [[δίχα]] πάντα [[δέδασται]] OD <i>ou</i> [[τριχθά]] IL tout est partagé en deux <i>ou</i> en trois;<br /><b>2</b> <i>avec idée de violence</i> déchirer : δαίεται [[ἦτορ]] OD (mon) cœur est déchiré;<br /><i><b>Moy.</b> v.</i> [[δαίομαι]].<br />'''Étymologie:''' R. Δα, diviser.<br /><span class="bld">2</span><i>f. et ao. inus., pf.</i> [[δέδηα]];<br /><b>1</b> allumer : [[πῦρ]], φλόγα, faire briller du feu, une flamme ; δαίειν [[ἐκ]] κόρυθός [[τε]] καὶ ἀσπίδος [[πῦρ]] IL faire jaillir du feu d’un casque et d’un bouclier ; ἔκ τινος δαίειν φλόγα IL faire jaillir de qch une flamme ; <i>Pass.</i> [[πῦρ]] δαίετο IL, ἐδαίετο [[φλόξ]] SOPH le feu, la flamme brillait ; <i>p. anal.</i> [[ὄσσε]] δαίεται OD ses yeux brillent comme du feu ; πυρὶ [[ὄσσε]] [[δεδήει]] IL ses yeux lançaient la flamme ; [[πόλεμος]] [[δέδηε]] IL le feu de la bataille est allumé ; <i>p. anal. en parl. de la voix</i> : [[ὄσσα]] [[δεδήει]] IL la voix de la Renommée se répandait <i>litt.</i> s’allumait comme une traînée de feu;<br /><b>2</b> mettre le feu à, allumer : δαίειν ξύλα allumer du bois ; δαίειν χώραν DÉM dévaster un pays par le feu ; ὁπότ’ ἂν [[Τροίη]] πυρὶ [[δάηται]] IL lorsque Troie serait consumée par le feu.<br />'''Étymologie:''' R. ΔαϜ, allumer, brûler, d’où la syll. δαυ- des part. pf. Act. fém. [[δεδαυῖα]] et pf. Pass. masc. [[δεδαυμένος]]. | |||
}} | }} |