ὑποστρέφω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] [[πέριξ]] ἢ [[ὀπίσω]], ὁδηγῶ ἢ ἄγω [[ὀπίσω]], ἵππους Ἰλ. Ε. 581, πρβλ. 505· [[πάλιν]] ὑπ. βίοτον εἰς Ἅιδαν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 736· ὁ [[κισσός]]... Βακχίαν ὑποστρέφων ἅμιλλαν, φέρων [[ὀπίσω]], ἐπαναφέρων τὴν Βακχικὴν ἅμιλλαν, δηλ. μετατρέπων τὴν θλῖψιν εἰς θορυβώδη χαράν, Σοφ. Τραχ. 220. 2) Παθ., στρέφομαι [[ὀπίσω]], πρὸς ἄλληλα ὑποστρεφόμενα [[λίθος]] γίνεται (τὰ γεώδη ὑποστήματα τῶν οὔρων ἐν τῇ κύστει) Ἀριστ. Προβλ. 9. 43, 2. 3) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], περιστρέφομαι [[ὑποκάτω]], τινι Ἄρατ. 73· μετ’ αἰτ., 512. ΙΙ. μεταβ., στρέφομαι [[πέριξ]], στρέφομαι ἀμέσως ἢ [[ὀπίσω]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν εἰς φυγὴν τρεπομένων ἢ ὑποχωρούντων, Ἰλ. Μ. 71, Ἡρόδ. 7. 211., 9. 14, πρβλ. Θουκ. 3. 21· καὶ ὁ μὲν φύγαδ’ [[αὖτις]] ὑποστρέψας ἐβεβήκει Ἰλ. Λ. 446· δεῦρ’ ὑπ. [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ, 1019· ὑπ. τοὔμπαλιν Ξεν. Ἀν. 6. 4, 38· [[πάλιν]] ὑποστρέψαντα φεύγειν Ἀντιφῶν 119. 39· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[αὖτις]] ὑποστρεφθεὶς Ἰλ. Λ. 567, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 129, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 728 κλπ. 2) [[καθόλου]] [[ἐπιστρέφω]], [[αὖτις]] ὑποστρέψας, πρὶν Λήμνου γαῖαν ἱκέσθαι Ὀδ. Θ. 301, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 120, 124, κ. ἀλλ.· ἐπί τι [[αὐτόθι]] 140· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., οὐ γάρ σε ὑποστρέψεσθαι ὀΐω Ὀδ. Σ. 23· ― ἐπὶ νόσου, [[ἐπανέρχομαι]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 941. 3) [[ἐκκλίνω]], στρέφομαι πλαγίως καὶ [[οὕτως]] [[ἀποφεύγω]] προσβολήν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 363, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. 4) μετοχ. ὑποστρέψας ὡς ἐπίρρ., τἀνάπαλιν, [[τοὐναντίον]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283.
|lstext='''ὑποστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] [[πέριξ]] ἢ [[ὀπίσω]], ὁδηγῶ ἢ ἄγω [[ὀπίσω]], ἵππους Ἰλ. Ε. 581, πρβλ. 505· [[πάλιν]] ὑπ. βίοτον εἰς Ἅιδαν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 736· ὁ [[κισσός]]... Βακχίαν ὑποστρέφων ἅμιλλαν, φέρων [[ὀπίσω]], ἐπαναφέρων τὴν Βακχικὴν ἅμιλλαν, δηλ. μετατρέπων τὴν θλῖψιν εἰς θορυβώδη χαράν, Σοφ. Τραχ. 220. 2) Παθ., στρέφομαι [[ὀπίσω]], πρὸς ἄλληλα ὑποστρεφόμενα [[λίθος]] γίνεται (τὰ γεώδη ὑποστήματα τῶν οὔρων ἐν τῇ κύστει) Ἀριστ. Προβλ. 9. 43, 2. 3) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], περιστρέφομαι [[ὑποκάτω]], τινι Ἄρατ. 73· μετ’ αἰτ., 512. ΙΙ. μεταβ., στρέφομαι [[πέριξ]], στρέφομαι ἀμέσως ἢ [[ὀπίσω]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν εἰς φυγὴν τρεπομένων ἢ ὑποχωρούντων, Ἰλ. Μ. 71, Ἡρόδ. 7. 211., 9. 14, πρβλ. Θουκ. 3. 21· καὶ ὁ μὲν φύγαδ’ [[αὖτις]] ὑποστρέψας ἐβεβήκει Ἰλ. Λ. 446· δεῦρ’ ὑπ. [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ, 1019· ὑπ. τοὔμπαλιν Ξεν. Ἀν. 6. 4, 38· [[πάλιν]] ὑποστρέψαντα φεύγειν Ἀντιφῶν 119. 39· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[αὖτις]] ὑποστρεφθεὶς Ἰλ. Λ. 567, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 129, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 728 κλπ. 2) [[καθόλου]] [[ἐπιστρέφω]], [[αὖτις]] ὑποστρέψας, πρὶν Λήμνου γαῖαν ἱκέσθαι Ὀδ. Θ. 301, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 120, 124, κ. ἀλλ.· ἐπί τι [[αὐτόθι]] 140· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., οὐ γάρ σε ὑποστρέψεσθαι ὀΐω Ὀδ. Σ. 23· ― ἐπὶ νόσου, [[ἐπανέρχομαι]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 941. 3) [[ἐκκλίνω]], στρέφομαι πλαγίως καὶ [[οὕτως]] [[ἀποφεύγω]] προσβολήν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 363, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. 4) μετοχ. ὑποστρέψας ὡς ἐπίρρ., τἀνάπαλιν, [[τοὐναντίον]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> faire tourner en arrière, faire retourner : ἵππους IL ramener des chevaux ; Βακχίαν ἅμιλλαν SOPH ramener l’émulation bachique, <i>càd</i> la joie et le plaisir ; <i>Pass.</i> se retourner, revenir sur ses pas ; <i>fig.</i> τινος faire un retour soudain sur qch, s’aviser tout à coup de qch;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se retourner, revenir sur ses pas : [[φύγαδε]] [[αὖτις]] IL se retourner pour prendre la fuite;<br /><b>2</b> retourner : Ὄλυμπον IL dans l’Olympe ; [[ἐς]] τὴν Σκυθικήν HDT en Scythie;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποστρέφομαι (<i>f.</i> ὑποστρέψομαι) retourner, revenir.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[στρέφω]].
}}
}}