3,274,913
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐηφενής''': -ές, ([[ἄφενος]]) πλουτῶν, εὖ πλουτῶν, ἢ εὖ τῷ πλούτῳ χρώμενος, αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο Ἰλ. Λ. 427· Τρώων εὐηφενέων Ψ. 81 (κοιν. εὐηγ-). | |lstext='''εὐηφενής''': -ές, ([[ἄφενος]]) πλουτῶν, εὖ πλουτῶν, ἢ εὖ τῷ πλούτῳ χρώμενος, αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο Ἰλ. Λ. 427· Τρώων εὐηφενέων Ψ. 81 (κοιν. εὐηγ-). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />très riche.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄφενος]]. | |||
}} | }} |