ἀτιθάσευτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτῐθάσευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ τιθασεύσῃ, [[ἄγριος]], Πλουτ. Ἀρτοξ. 25., 2. 728A.
|lstext='''ἀτῐθάσευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ τιθασεύσῃ, [[ἄγριος]], Πλουτ. Ἀρτοξ. 25., 2. 728A.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut apprivoiser, sauvage.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τιθασεύω]].
}}
}}