εὐφημέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐφημέω''': Δωρ. εὐφᾱμέω ([[εὔφημος]]), μεταχειρίζομαι λέξεις εὐοιώνους, ἀντίθετον τῷ [[δυσφημέω]]. Ι. [[ἀποφεύγω]] πᾶσαν δυσοίωνον λέξιν, ὡς απῃτεῖτο κατὰ τὰς ἱερὰς τελετάς, τὸ τοῦ Ὁρατίου male ominatis parcere verbis· ἀκολούθως (τούτου ὄντος τοῦ ασφαλεστάτου μέσου πρὸς ἀποφυγήν αὐτῶν), τηρῶ θρησκευτικήν σιγήν, φέρτε δὲ χερσίν [[ὕδωρ]] εὐφημῆσαί τε κέλεσθε Ἰλ. Ι. 171, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 263, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 17, 18, κτλ.· τὸ πλεῖστον κατὰ προστακτικήν, εὐφήμει, εὐφημεῖτε, σιγᾶτε, [[σιωπή]] ! Λατ. bona verba quaeso, favete linguis. οἱονεὶ πρὸς ἀποφυγὴν κακοῦ οἰωνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 298, Ἀχ. 241, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], οἱ δὲ ἀμβώσαντες μέγα εὐφημέειν μιν ἐκέλευον, [[ἐπειδὴ]] αἱ λέξεις [[αὐτοῦ]] ἐτάραξαν αὐτούς, Ἡρόδ. 3. 38· εὐφημεῖν χρή τὸν πρεσβύτην Ἀριστοφ. Βάτρ. 354· εὐφήμει τοῦτό γε, ἦν δ’ ἐγὼ Πλάτ. Εὐθύδ. 301Α, πρβλ. Πολ. 329C· οὐκ εὐφημήσεις; ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 214D. - Παθ., εὔφημον εἴη τοὔπος εὐφημουμένῃ (fausta audienti, Ἕρμ.) Αἰσχύλ. Ἱκ. 512· πρβλ. [[εὔστομος]] ΙΙ. 2. ΙΙ. βοῶ, [[ἀνακράζω]] εἰς ἔπαινον ἢ τιμήν τινος, ἢ ἐν θριάμβῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, Εὐμ. 1035, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Διόδ. 5. 49. 2) μετ’ αἰτ., τιμῶ, ἐπαινῶ, [[λέγω]] καλὰ [[περί]] τινος, Πλάτ. Ἐπιν. 992D, Ξεν. Συμπ. 4. 49· [[ὡσαύτως]], καλῶ δι’ ἐπιεικοῦς ὀνόματος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 119. - Παθ., ἔχω καλὴν φήμην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4389. ΙΙΙ. ἠχῶ ἐν θριάμβῳ, [[κέλαδος]] Ἑλλήνων πάρα… εὐφήμησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 389· ὀλολυγμὸς εὐφημῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 28.
|lstext='''εὐφημέω''': Δωρ. εὐφᾱμέω ([[εὔφημος]]), μεταχειρίζομαι λέξεις εὐοιώνους, ἀντίθετον τῷ [[δυσφημέω]]. Ι. [[ἀποφεύγω]] πᾶσαν δυσοίωνον λέξιν, ὡς απῃτεῖτο κατὰ τὰς ἱερὰς τελετάς, τὸ τοῦ Ὁρατίου male ominatis parcere verbis· ἀκολούθως (τούτου ὄντος τοῦ ασφαλεστάτου μέσου πρὸς ἀποφυγήν αὐτῶν), τηρῶ θρησκευτικήν σιγήν, φέρτε δὲ χερσίν [[ὕδωρ]] εὐφημῆσαί τε κέλεσθε Ἰλ. Ι. 171, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 263, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 17, 18, κτλ.· τὸ πλεῖστον κατὰ προστακτικήν, εὐφήμει, εὐφημεῖτε, σιγᾶτε, [[σιωπή]] ! Λατ. bona verba quaeso, favete linguis. οἱονεὶ πρὸς ἀποφυγὴν κακοῦ οἰωνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 298, Ἀχ. 241, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], οἱ δὲ ἀμβώσαντες μέγα εὐφημέειν μιν ἐκέλευον, [[ἐπειδὴ]] αἱ λέξεις [[αὐτοῦ]] ἐτάραξαν αὐτούς, Ἡρόδ. 3. 38· εὐφημεῖν χρή τὸν πρεσβύτην Ἀριστοφ. Βάτρ. 354· εὐφήμει τοῦτό γε, ἦν δ’ ἐγὼ Πλάτ. Εὐθύδ. 301Α, πρβλ. Πολ. 329C· οὐκ εὐφημήσεις; ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 214D. - Παθ., εὔφημον εἴη τοὔπος εὐφημουμένῃ (fausta audienti, Ἕρμ.) Αἰσχύλ. Ἱκ. 512· πρβλ. [[εὔστομος]] ΙΙ. 2. ΙΙ. βοῶ, [[ἀνακράζω]] εἰς ἔπαινον ἢ τιμήν τινος, ἢ ἐν θριάμβῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, Εὐμ. 1035, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Διόδ. 5. 49. 2) μετ’ αἰτ., τιμῶ, ἐπαινῶ, [[λέγω]] καλὰ [[περί]] τινος, Πλάτ. Ἐπιν. 992D, Ξεν. Συμπ. 4. 49· [[ὡσαύτως]], καλῶ δι’ ἐπιεικοῦς ὀνόματος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 119. - Παθ., ἔχω καλὴν φήμην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4389. ΙΙΙ. ἠχῶ ἐν θριάμβῳ, [[κέλαδος]] Ἑλλήνων πάρα… εὐφήμησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 389· ὀλολυγμὸς εὐφημῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 28.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> prononcer des paroles de bon augure ; éviter des paroles de mauvais augure, <i>et p. suite</i> garder un silence religieux ; <i>particul. à l’impér.</i> εὐφήμει, εὐφημεῖτε (<i>cf. lat.</i> bona verba, quaeso ! favete linguis !) silence !;<br /><b>2</b> retentir comme une parole <i>ou</i> comme un bruit de bon augure ; <i>Pass.</i> entendre résonner des paroles de bon augure;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> accueillir par des acclamations, acc.;<br /><b>2</b> louer, célébrer.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφημος]].
}}
}}