λιγυπνείων: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγυπνείων''': -οντος, ([[πνέω]]) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.
|lstext='''λῐγυπνείων''': -οντος, ([[πνέω]]) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br />au souffle harmonieux <i>ou</i> strident.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]], [[πνέω]].
}}
}}