βοώνης: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοώνης''': -ου, ὁ ([[ὠνέομαι]]) ἐν Ἀθήναις ἄρχων ὁ [[ὁποῖος]] ἠγόραζε [[βοῦς]] διὰ τὰς θυσίας, Δημ. 570. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 257. 8, Ἀρπ.· - [[ἐντεῦθεν]] βοωνέω, [[ἀγοράζω]] [[βοῦς]], ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing. σ. 46·
|lstext='''βοώνης''': -ου, ὁ ([[ὠνέομαι]]) ἐν Ἀθήναις ἄρχων ὁ [[ὁποῖος]] ἠγόραζε [[βοῦς]] διὰ τὰς θυσίας, Δημ. 570. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 257. 8, Ἀρπ.· - [[ἐντεῦθεν]] βοωνέω, [[ἀγοράζω]] [[βοῦς]], ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing. σ. 46·
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />agent chargé de l’achat des bœufs pour les sacrifices publics <i>à Athènes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[ὠνέομαι]].
}}
}}