πιθανολόγος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐθᾰνολόγος''': -ον, ὁ οὕτω λαλῶν [[ὥστε]] νὰ καταπείθῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 91.
|lstext='''πῐθᾰνολόγος''': -ον, ὁ οὕτω λαλῶν [[ὥστε]] νὰ καταπείθῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 91.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui parle de manière à persuader, persuasif.<br />'''Étymologie:''' [[πιθανός]], [[λέγω]]³.
}}
}}