ὑπεξαιρέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεξαιρέω''': ἀφαιρῶ [[κάτωθεν]] ἢ κατὰ μικρόν, παλίρρυτον γὰρ αἷμ’ ὑπεξαιροῦσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες Σοφ. Ἠλ. 1420. ἀντλεῖν καὶ ὑπ. τὴν θάλατταν Πλούτ. 2. 127C. 2) [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου, [[καταστρέφω]] κρυφίως ἢ κατ’ ὀλίγον, τὸν τύραννον Πλάτ. Πολ. 567Β· ὄλβον δωμάτων Εὐρ. Ἱππ. 633. ὑπ. τινι τὰ δεινά, ἀπαλλάττω τινὰ πάντων τῶν δεινῶν, τῶν κινδύνων, Θουκ. 4. 83· - ἐν Σοφ. Ο. Τ. 227, κεἰ μὲν φοβεῖται, τοὐπίκλημ’ ὑπεξελών, αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ, ἡ πιθανωτάτη [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]] νὰ ὑπονοήσωμεν τὸ [[ῥῆμα]] σημαινέτω, - καὶ ἂν ἔτι φοβῆται, ἀφ’ οὗ [[οὕτως]] ἐξαλείψῃ τὴν κατηγορίαν, ἂς φέρῃ μαρτυρίαν ὁ [[ἴδιος]] [[ἐναντίον]] [[ἑαυτοῦ]]. - Παθ., ἐξαφανίζομαι, ἐπιτήδειοι ὑπεξαιρηθῆναι Θουκ. 8. 70· τουτέων ὑπεξαραιρημένων, ἀφ’ οὗ [[ταῦτα]] [[εἶναι]] ἔξω τοῦ ζητήματος, Ἡρόδ. 7. 8, 3. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] κρυφίως δι’ ἐμαυτόν, σφετερίζομαι, [[κλέπτω]], ὑπὲκ μήλων αἱρεύμεναι (ἐξυπακ. ἄρνας καὶ ἐρίφους) Ἰλ. Π. 353. 2) θέτω κατὰ [[μέρος]], ἐξαιρῶ, [[ἀποκλείω]], Πλάτ. Θεαίτ. 151C κατηγορήσειν..., ἕνα ὑπεξελόμενος δι’ οἰκειότητα Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· ὑπ. πρόφασιν, [[κάμνω]] ἐξαίρεσιν, δηλ. [[παραδέχομαι]], Θεοπόμπ. Ἱστ. 133· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῇ Ρητορικῇ, πραγματεύομαί τι ὡς ἐξαιρετικὸν καὶ ἰδιαίτερον, [[προτάσσω]], Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 437, (καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., [[αὐτόθι]] 675, 699). 3) διατηρῶ, βάλλω κατὰ [[μέρος]], [[ἐξασφαλίζω]], ἰδίων τι κτημάτων Δημ. 365. 27.
|lstext='''ὑπεξαιρέω''': ἀφαιρῶ [[κάτωθεν]] ἢ κατὰ μικρόν, παλίρρυτον γὰρ αἷμ’ ὑπεξαιροῦσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες Σοφ. Ἠλ. 1420. ἀντλεῖν καὶ ὑπ. τὴν θάλατταν Πλούτ. 2. 127C. 2) [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου, [[καταστρέφω]] κρυφίως ἢ κατ’ ὀλίγον, τὸν τύραννον Πλάτ. Πολ. 567Β· ὄλβον δωμάτων Εὐρ. Ἱππ. 633. ὑπ. τινι τὰ δεινά, ἀπαλλάττω τινὰ πάντων τῶν δεινῶν, τῶν κινδύνων, Θουκ. 4. 83· - ἐν Σοφ. Ο. Τ. 227, κεἰ μὲν φοβεῖται, τοὐπίκλημ’ ὑπεξελών, αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ, ἡ πιθανωτάτη [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]] νὰ ὑπονοήσωμεν τὸ [[ῥῆμα]] σημαινέτω, - καὶ ἂν ἔτι φοβῆται, ἀφ’ οὗ [[οὕτως]] ἐξαλείψῃ τὴν κατηγορίαν, ἂς φέρῃ μαρτυρίαν ὁ [[ἴδιος]] [[ἐναντίον]] [[ἑαυτοῦ]]. - Παθ., ἐξαφανίζομαι, ἐπιτήδειοι ὑπεξαιρηθῆναι Θουκ. 8. 70· τουτέων ὑπεξαραιρημένων, ἀφ’ οὗ [[ταῦτα]] [[εἶναι]] ἔξω τοῦ ζητήματος, Ἡρόδ. 7. 8, 3. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] κρυφίως δι’ ἐμαυτόν, σφετερίζομαι, [[κλέπτω]], ὑπὲκ μήλων αἱρεύμεναι (ἐξυπακ. ἄρνας καὶ ἐρίφους) Ἰλ. Π. 353. 2) θέτω κατὰ [[μέρος]], ἐξαιρῶ, [[ἀποκλείω]], Πλάτ. Θεαίτ. 151C κατηγορήσειν..., ἕνα ὑπεξελόμενος δι’ οἰκειότητα Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· ὑπ. πρόφασιν, [[κάμνω]] ἐξαίρεσιν, δηλ. [[παραδέχομαι]], Θεοπόμπ. Ἱστ. 133· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῇ Ρητορικῇ, πραγματεύομαί τι ὡς ἐξαιρετικὸν καὶ ἰδιαίτερον, [[προτάσσω]], Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 437, (καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., [[αὐτόθι]] 675, 699). 3) διατηρῶ, βάλλω κατὰ [[μέρος]], [[ἐξασφαλίζω]], ἰδίων τι κτημάτων Δημ. 365. 27.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὑπεξαιρήσω, <i>ao.2</i> ὑπεξεῖλον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ôter doucement, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mettre de côté, écarter, éloigner;<br /><b>2</b> écarter, excepter;<br /><b>3</b> supprimer, détruire;<br /><b>II.</b> tirer peu à peu, épuiser : [[αἷμα]] [[τῶν]] κτανόντων SOPH faire couler le sang des meurtriers;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑπεξαιρέομαι-οῦμαι excepter, exclure.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐξαιρέω]].
}}
}}